vocabulary

  1. nickel

    λυμφατικός

    Για δεύτερη φορά μέσα σε δύο μέρες έπεσα πάνω της και λέω, δεν μου γλιτώνει, θα γράψω. Κι αν βγάλετε άκρη, πείτε μου κι εμένα. Έγραφε το Σάββατο ο Στάθης της «Ε» για «λυμφατικές απεργίες της μιας μέρας» και την Κυριακή ο Α. Μητρόπουλος για «τα όρια της λυμφατικής δημοκρατίας που διαβιούμε»...
  2. nickel

    εκτόπισμα = displacement | (μτφ.) caliber, clout

    Γράφει σήμερα ο Πρετεντέρης: ΤΕΛΙΚΑ, το κόµµα της Ντόρας ξεκίνησε ως «όµιλος προβληµατισµού». Δεν είναι κακή ιδέα. Θα της επιτρέψει να κερδίσει χρόνο και, κυρίως, να δηµιουργήσει την αίσθηση όχι µιας προσωπικής περιπέτειας αλλά µιας προσπάθειας που προκύπτει από τις ανησυχίες περισσοτέρων. ΔΕΝ...
  3. nickel

    letter bomb = επιστολή-βόμβα, παγιδευμένη επιστολή

    Και τώρα και «επιστολική βόμβα» (στο πρότυπο της «επιστολικής ψήφου»). (Στο Mega.) A letter bomb, also called parcel bomb, mail bomb or post bomb, is an explosive device sent via the postal service, and designed with the intention to injure or kill the recipient when opened. They have been used...
  4. nickel

    designated driver = ο νηφάλιος οδηγός

    designated driver An individual who does not drink alcohol at a social engagement for the purpose of driving their companions home. (Wiktionary) ο νηφάλιος οδηγός ο οδηγός της παρέας ο οδηγός που δεν θα πιει ο οδηγός της επιστροφής Αυτά σκέφτηκα εγώ.
  5. nickel

    γκαζές (βόλοι, μπίλιες) = marbles

    Θα επιχειρήσω να μεταφέρω λίγα πράγματα και προσεκτικά γιατί το θέμα απαιτεί έρευνα και δεν ξέρω αν έχω τα απαραίτητα βοηθήματα και σίγουρα δεν έχω το χρόνο. Στο τέλος, θα σας πω γιατί μου προέκυψε η απορία. Τι ξέρω: Ξέρω ότι σαν παιδί έπαιζα γκαζές. Η γκαζά ήταν η γυάλινη μπίλια, ο βόλος ή...
  6. nickel

    αναγκεμένος = needy, broken, down-and-out

    αναγκεμένος -η, -ο επίθ. που έχει πολλές ανάγκες, φτωχός: ο αναγκεμένος είναι το κλοτσοσκούφι ολουνών (Διδώ Σωτηρίου) | ο βαριά άρρωστος (Μείζον) αναγκεμένος -η, -ο [αναγκεύω]· 1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός· 2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά...
  7. nickel

    μαχόμενη δικηγορία, μαχόμενος δικηγόρος

    Εξαιτίας μιας ερώτησης στο ProZ, διαπίστωσα ένα λεξικογραφικό κενό. Αναφέρομαι στον μαχόμενο δικηγόρο και τη μαχόμενη δικηγορία. Στο ΛΚΝ βρήκα «που χαρακτηρίζεται από δράση: Μαχόμενη δημοσιογραφία. Μαχόμενη δικηγορία, που ασκείται στα δικαστήρια» και εκεί σταματά η βοήθεια από τα λεξικά. Στο...
  8. nickel

    spiral

    Το ουσιαστικό. Άκουσα σήμερα στις ειδήσεις και βρήκα και στο διαδίκτυο την πληροφορία για το «θανατηφόρο σπιράλ» που μας απειλεί. Επειδή στο προσωπικό μου λεξιλόγιο περιορίζω (και θέλω να περιορίσω) το «σπιράλ» στο εξάρτημα εκείνο που έχουν τα τετράδια ή στο σωλήνα που έχει η μπαταρία του ντους...
  9. nickel

    typically = χαρακτηριστικά | κατά κανόνα | όπως πάντα

    Ετοιμαζόμουν να πω ότι υπάρχει στα λεξικά, αλλά δεν το έχει σε όλα και σε όλες τις σημασίες, οπότε: Από Longman: typically adverb 1 in a way that a person or group is generally believed to behave: Typically, he didn't even bother to tell anyone he was going. | Al was his typically cheerful self...
  10. nickel

    ρετσινόλαδο

    Όση σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο, άλλη τόση έχει και το ρετσινόλαδο με το ρετσίνι (τη ρητίνη) — ή το καστορέλαιο με τους κάστορες. Πρώτα απ’ όλα, το ρετσινόλαδο λέγεται επίσης καστορέλαιο (και, σπανιότερα, κικινέλαιο). Είναι λάδι που παίρνουμε από τα σπέρματα της ρετσινολαδιάς (που...
  11. nickel

    Τσαγκαροδευτέρα and the Monday blues

    τσαγκαροδευτέρα η εργάσιμη ημέρα, την οποία μεταβάλλει κανείς σε αργία από τεμπελιά: Γιατί δεν πήγες σήμερα στη δουλειά; Τι είναι, τσαγκαροδευτέρα; (ΛΝΕΓ) τσαγκαροδευτέρα η [tsaŋgaroδeftéra] O25α : (ειρ.) εργάσιμη μέρα, συνήθ. η επόμενη μιας αργίας, κατά την οποία αποφεύγουμε τη δουλειά από...
  12. nickel

    sophisticated

    Μη μου πείτε ότι δεν σας τυραννά εσάς αυτή η λέξη καμιά φορά. Ή όλες τις φορές. Μεταφέρω τι έχω αποδώ κι αποκεί και προσθέστε κι εσείς καμιά ιδέα. Από Longman: sophisticated 1. having a lot of experience of life, and good judgment about socially important things such as art, fashion etc: a...
  13. nickel

    φάουσα = (μτφ.) canker, gangrene

    Είναι από τις αγαπημένες λέξεις του Τριάντη η φάουσα και μια και έπεσα πάλι επάνω της σήμερα (κανένας από τους αυστηρούς επιτηρητές και επίδοξους σωτήρες της χώρας μας δεν ενδιαφέρθηκε για την αναχαίτιση της φάουσας αυτής [δηλ. των αμυντικών δαπανών], που κατατρώει τα σπλάχνα της ελληνικής...
  14. nickel

    focus = εστιάζω, εστιάζομαι | επικεντρώνω, επικεντρώνομαι | συγκεντρώνομαι | νετάρω

    Ξέρω ότι είστε απόλυτα εξοικειωμένοι με το αγγλικό ρήμα focus, αλλά πρόχειρα τα έχω τα λεξικά, οπότε αντιγράφω από δύο για την απόλυτη εξοικείωση: Macmillan focus verb [intransitive/transitive] 1 to concentrate on something and pay particular attention to it: I know you’re tired, but try to...
  15. nickel

    uplifting, elevating

    uplifting = raising somebody's intellectual, moral, or spiritual level. SYN. elevating [Encarta] Νομίζω ότι το ανυψωτικός δεν είναι πολύ διαδεδομένο. Διάβασα σήμερα ότι το Invictus του Κλιντ Ίστγουντ είναι «ανυψωτική ταινία» και φαντάστηκα ταινιόδρομο να με ανεβάζει στα ψηλά. Το εξυψωτική...
  16. nickel

    forced disappearance

    Διάβαζα εδώ ένα από τα κείμενα στα οποία μας παρέπεμψε ο Κώστας, για τον δικηγόρο Γκάο Τζ-Σενγκ, «που είχε απαχθεί από την κινεζική ασφάλεια […] και που […] ενδέχεται να είναι πια νεκρός». Τίτλος στο μπλογκ του Economist: Has brave Gao Zhisheng been "disappeared"? Όπως ξέρουμε, το ρήμα...
  17. nickel

    οτρηρός = indefatigable, tireless

    οτρηρός = indefatigable, tireless Διαβάζοντας στο κυριακάτικο Βήμα το άρθρο του Θεοδόση Τάσιου για τον Χρήστο Λαμπράκη, έπεσα ξανά πάνω στον οτρηρό, λέξη δύσκολη και σπάνια που ο φίλτατος καθηγητής έχει πάντα πρόχειρη στη λεξιλογική του φαρέτρα. Οτρηρός είναι ο ακάματος, ο δραστήριος (στα...
  18. nickel

    Χρυσή τομή, χρυσός κανόνας και χρυσή μετριότητα

    Την πιο παλιά και πιο περίπλοκη ιστορία την έχει η χρυσή τομή. Στα μαθηματικά η χρυσή τομή είναι η διαίρεση μιας ευθείας (ενός ευθύγραμμου τμήματος) σε δύο μέρη κατά τρόπο ώστε ο λόγος όλης της ευθείας προς το μεγαλύτερο μέρος να είναι ίσος προς τον λόγο του μεγαλύτερου μέρους προς το μικρότερο...
  19. nickel

    Plug ή Πού πας χωρίς βύσμα;

    Plug. Πρώτη και επίσημη μετάφραση: βύσμα, που το βρίσκουμε σε Ιπποκράτη και Αριστοφάνη, ενώ τα του Στίλπωνος βύσματα (Stilpo’s stoppers) ήταν τα επιχειρήματα με τα οποία αποστόμωνε (κοινώς, τάπωνε) τους αντιπάλους του. Υπάρχουν πλέον, με τις ευλογίες της ΕΛΕΤΟ, και παράγωγα: βυσματώνω...
  20. nickel

    επικήδειος (λόγος) = eulogy

    Επειδή τα ελληνοαγγλικά λεξικά αδικούν τη λέξη, δηλ. σχεδόν όλα ξεχνούν το eulogy, τα περισσότερα δίνουν μόνο το funeral oration, ένα έμεινε ξεχασμένο στο σκέτο funeral, άλλο ξέθαψε τις λέξεις epicede και epicedium (επικήδειον μέλος, κοινώς μοιρολόι), ας το πάρει το ποτάμι. Η πιο συχνή...
Top