αναγκεμένος -η, -ο επίθ. που έχει πολλές ανάγκες, φτωχός: ο αναγκεμένος είναι το κλοτσοσκούφι ολουνών (Διδώ Σωτηρίου) | ο βαριά άρρωστος (Μείζον)
αναγκεμένος -η, -ο [αναγκεύω]· 1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός· 2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος· 3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος. (ΠαπΛεξ)
αναγκεμένος, -η, ο επίθ. (ιδιωμ.) που βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, σε κακή οικονομική κατάσταση ή υγεία. (ΝΕΛ)
Γνωστή λέξη που περιέργως δεν βρέθηκε χώρος να φιλοξενηθεί στο ΛΚΝ ή στο ΛΝΕΓ. Ούτε στα δίγλωσσα.
Προφανώς υπάρχουν αρκετά μεταφράσματα, πιθανότατα καλύτερα από τα τρία που σκέφτηκα τώρα. Μένω στη βασική σημασία, που είναι και η πιο συνηθισμένη.
αναγκεμένος -η, -ο [αναγκεύω]· 1. αυτός που έχει πολλές ανάγκες, που πιέζεται από πολλές ανάγκες, ο φτωχός· 2. αυτός που πάσχει από ανίατη ή βαριά ασθένεια, ο άρρωστος· 3. φρενοβλαβής, ανισόρροπος. (ΠαπΛεξ)
αναγκεμένος, -η, ο επίθ. (ιδιωμ.) που βρίσκεται σε μεγάλη ανάγκη, σε κακή οικονομική κατάσταση ή υγεία. (ΝΕΛ)
Γνωστή λέξη που περιέργως δεν βρέθηκε χώρος να φιλοξενηθεί στο ΛΚΝ ή στο ΛΝΕΓ. Ούτε στα δίγλωσσα.
Προφανώς υπάρχουν αρκετά μεταφράσματα, πιθανότατα καλύτερα από τα τρία που σκέφτηκα τώρα. Μένω στη βασική σημασία, που είναι και η πιο συνηθισμένη.