οτρηρός = indefatigable, tireless

nickel

Administrator
Staff member
οτρηρός = indefatigable, tireless

Διαβάζοντας στο κυριακάτικο Βήμα το άρθρο του Θεοδόση Τάσιου για τον Χρήστο Λαμπράκη, έπεσα ξανά πάνω στον οτρηρό, λέξη δύσκολη και σπάνια που ο φίλτατος καθηγητής έχει πάντα πρόχειρη στη λεξιλογική του φαρέτρα. Οτρηρός είναι ο ακάματος, ο δραστήριος (στα αρχαία ήταν ο σβέλτος). Συνώνυμο, με έμφαση σε άλλη βιολογική ιδιότητα, είναι ο χαλκέντερος.

Τα παρακάτω είναι όλα από κείμενα του Θ. Τάσιου στο Βήμα:
  • Η άλλη αφορμή ήταν μια συνέντευξή μου σε μια παραγωγή του οτρηρού Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, με θέμα «η σχέση ανάμεσα στην Αρχαία και στη σύγχρονη Δημοκρατία».
  • ...μετά από πρόσκληση του οτρηρού Συλλόγου των Φίλων του Μουσείου...
  • ...μετά από μια ρομαντικώς ρεαλιστική αναφορά του οτρηρού Κ. Δεσποτόπουλου...
  • ...με πρόεδρο τον οτρηρό δόκτορα Απόστολο Κυριατσούλη...
  • Βοηθώντας τον οτρηρό Καθηγητή του Πολυτεχνείου Π. Τουλιάτον στην ολοκλήρωση των μελετών-του...
  • ...γίνεται τώρα αντικείμενο μιας ζωντανής Εκθέσεως την οποία ο οτρηρός Γεράσιμος Αποστολάτος [...] θα οργανώσει στην Αθήνα...

Με την ευκαιρία, στον Χρήστο Λαμπράκη αφιέρωσε χτες και ο Γ. Μπαμπινιώτης άρθρο για τις λέξεις πολιτισμός, καλλιέργεια, παιδεία, σχολή.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Και για να δούμε πού επιζεί ακόμη και σήμερα σε μια κοινή λέξη το ίδιο θέμα οτρ-, αντιγράφω από το ΕΛΝΕΓ (2009):
οτρηρός «φιλόπονος, δραστήριος»
< αρχ. οτρηρός < θ. οτρ- (τού ρ. οτρύνω «παρακινώ, ενθαρρύνω», για το οποίο βλ.λ. παροτρύνω) + παραγ. τέρμα -ηρ-ός, πβ. κ. λυπηρός, πονηρός, μοχθηρός.

Για το οτρύνω < *ο-τρύ-νjω < ο- προθεμ. + μεταπτωτ. βαθμίδα τού Ι.Ε. *twer- «ωθώ, προτρέπω»
 
Top