metafrasi banner

focus = εστιάζω, εστιάζομαι | επικεντρώνω, επικεντρώνομαι | συγκεντρώνομαι | νετάρω

nickel

Administrator
Staff member
Ξέρω ότι είστε απόλυτα εξοικειωμένοι με το αγγλικό ρήμα focus, αλλά πρόχειρα τα έχω τα λεξικά, οπότε αντιγράφω από δύο για την απόλυτη εξοικείωση:

Macmillan
focus
verb [intransitive/transitive]
1 to concentrate on something and pay particular attention to it: I know you’re tired, but try to focus.
focus on/upon: We will focus upon three main topics.
focus attention on something: Attention has been focused recently on the dangers of nuclear reactors.
focus your mind on something: He found himself struggling to focus his mind on the discussion.
focus solely/entirely/particularly/exclusively on something: Schools should not focus exclusively on exam results.
focus efforts/energy on something: Efforts are now focused on cleaning up the beaches.
2 to turn a part on a camera, telescope, microscope etc until you can see something clearly: She leaned on a rock, focusing her binoculars.
focus on: The television cameras were focused on the crowd.
3 if your eyes focus, or if you focus your eyes, you look at something carefully until you can start to see it clearly: It took a while for my eyes to focus in the dim light of the cave.
focus your eyes/gaze on someone/something: Polly focused her gaze on Nathan.
4 science if a lens or mirror focuses rays of light, or if they focus, they meet at a particular point.

Longman
focus past tense and past participle focused or focussed, present participle focusing or focussing
1 give attention to something [intransitive and transitive] to give special attention to one particular person or thing, or to make people do this
focus on: He needs to focus more on his career.
focus your attention/mind/efforts on something: She tried to focus her mind on her work.
focus (somebody’s) mind/attention (on something) (=make people give their attention to something): We need to focus public attention on this issue.
2 camera/telescope [intransitive and transitive] to point a camera or telescope at something, and change the controls slightly so that you can see that thing clearly
focus on: She turned the camera and focussed on Martin’s face.
focus something on something: He focused his binoculars on the building opposite.
3 eyes [intransitive and transitive] if your eyes focus, or if you focus your eyes, you look at something and can see it clearly
focus on: All eyes focussed on her. | His eyes were focussed straight ahead.
4 light [transitive] if you focus beams of light, you aim them onto a particular place.

Ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο το focus. Στα αγγλοελληνικά λεξικά, από την «εστία» έχουμε το εστιάζω, παραδίπλα και το επικεντρώνω (ή και το λαϊκό κεντράρω). Όταν σου φωνάζει ο δάσκαλος «Focus!», μεταφράζουμε «Συγκεντρώσου!». Για τη σημασία 3, μπορούμε να προσθέσουμε και το προσαρμόζομαι, βλέπω καθαρά, νετάρω.

Θα ήθελα τώρα να πω, με κάθε επιφύλαξη και εν γνώσει των συνεπειών των νόμων της γλώσσας, ότι το ρήμα εστιάζω είναι (κανονικά) μεταβατικό ρήμα και ότι μερικές δεκάδες χιλιάδες «εστιάζω σε» είναι κακή επιρροή της αγγλικής γλώσσας και του αμετάβατου focus on, καθώς και του ελληνικού νετάρω. Ωστόσο, το εστιάζω δεν είναι κανένα λαϊκό ρήμα σαν το νετάρω, που είναι και μεταβατικό και αμετάβατο (π.χ. νετάρει πάνω σε συγκεκριμένα σημεία), αλλά ρήμα (κανονικά) αποκλειστικά μεταβατικό, όπως το επικεντρώνω και το συγκεντρώνω.

Δείτε τα λεξικά. Στο ΛΚΝ δεν το λέει, αλλά φαίνεται από τα παραδείγματα:
εστιάζω [estiázo] -ομαι P2.1 : 1.(φυσ.) με τα κατάλληλα οπτικά ή ηλεκτρομαγνητικά μέσα συγκεντρώνω μια φωτεινή δέσμη ή μια ροή σωματιδίων σε συγκεκριμένο σημείο: ~ μια ηλεκτρονική δέσμη. ~ ένα φακό, κάνω να συμπέσει η εστία του με ορισμένο σημείο. || (για φακό) συγκεντρώνω στην εστία μου: Οι συγκλίνοντες φακοί εστιάζουν τις ακτίνες της φωτεινής δέσμης. 2. (μτφ., για ανθρώπινη ενέργεια, δραστηριότητα κτλ.) κάνω να έχει ως επίκεντρο, ως βασικό της στοιχείο• (πρβ. επικεντρώνω): Το φιλμ / το μυθιστόρημα εστιάζει τη δράση στην εφηβική ηλικία. Το ρεπορτάζ εστιάζεται σε τελείως ασήμαντες λεπτομέρειες.

Το ΛΝΕΓ το λέει κιόλας με κοτζάμ «μετβ.»:
εστιάζω ρ. μετβ. {εστίασ-α, -τηκα (λόγ. -θηκα), -μένος} 1. θέτω ως κέντρο, κύριο σκοπό τού ενδιαφέροντος μου ή τής δράσης μου, επικεντρώνω: η φιλανθρωπική οργάνωση εστιάζει τη δράση της στην περίθαλψη των αναξιοπαθούντων || ο βουλευτής εστίασε την κριτική του σε δύο θέματα || το νόημα τού κειμένου εστιάζεται στην τελευταία πρόταση ΣΥΝ. συγκεντρώνω, εντοπίζω 2. ΦΥΣ. εκτρέπω με κατάλληλα όργανα φωτεινή δέσμη ή ροή σωματιδίων προς συγκεκριμένη κατεύθυνση και την αναγκάζω να συγκλίνει σε συγκεκριμένο σημείο.

Κανονικά, λοιπόν, ο φακός ή η συζήτηση ή το ενδιαφέρον εστιάζεται στα πρόσωπα.

Βεβαίως, διπλάσιοι επιμένουν ότι «εστιάζει στα πρόσωπα».

Και οι πιο… λόγιοι γράφουν ότι… «επικεντρώνει στα πρόσωπα». Διότι αρκετές χιλιάδες είναι και τα παραδείγματα όπου το αμετάβατο focus έκανε τη ζημιά του και στο επικεντρώνω.

Γράφει ο Τσίπρας:
Πολύ γρήγορα η δημόσια συζήτηση σταμάτησε να επικεντρώνει στα εύφλεκτα υλικά και εστιάστηκε στα αποκαΐδια.
Ένα στα δύο είναι καλό ποσοστό. Στην enet έχουμε δύο στα δύο στην ίδια πρόταση:
Ο λόγος για τους έλληνες χρήστες των social media, όσους κυβερνοναύτες δηλαδή επικεντρώνουν σε εκείνες τις εφαρμογές του Ιντερνετ που εστιάζουν στην ανάπτυξη της συνεργασίας, των ανταλλαγών και της διαδραστικότητας.

Το επόμενο βήμα είναι για το «Focus on what you are reading» να γράψουμε «Συγκέντρωσε σ’ αυτό που διαβάζεις». Και για το αμετάβατο gather, «We gathered at the square», «Συγκεντρώσαμε στην πλατεία».

Τι κάνει κανείς γι’ αυτά; Ο καθένας κάνει το κουμάντο του. Και τα λεξικά, το δικό τους.

Το teleterm είναι σαφέστατο:
focus {v.} = εστιάζω
focus {v.i.} = εστιάζομαι, εστιάζω {αμτβ.}
focus {v.t.} = εστιάζω {μτβ.}


Ξέρουμε άλλα τέτοια ρήματα; Αμετάβατα (σε κάποιες χρήσεις τους) στα αγγλικά που να επιβάλλουν την αμετάβατη χρήση στα ελληνικά και να μας κάνουν να λέμε π.χ. «Έστρεψε προς το μέρος μας»;
 
Το "εστιάζω την προσοχή μου σε..." δεν είναι ικανοποιητική λύση για να αποφύγουμε τον σκόπελο στην πλειονότητα των περιπτώσεων;
 

nickel

Administrator
Staff member
Το "εστιάζω την προσοχή μου σε..." δεν είναι ικανοποιητική λύση για να αποφύγουμε τον σκόπελο στην πλειονότητα των περιπτώσεων;
Βεβαίως, αυτή είναι μια από τις λύσεις στο πλαίσιο «ο καθένας κάνει το κουμάντο του». Άλλοι θα ήθελαν να ελπίζουν ότι μπορούν να λένε ότι «εστιάζουν σε κάτι» χωρίς να πρέπει να ζητούν συγγνώμη που δεν τους καλύπτουν τα λεξικά (ή ο όποιος φορουμίτης που στις 4 η ώρα το πρωί είχε όρεξη να γκρινιάξει).
 
Top