social sciences

  1. nickel

    Fulling και το χρήμα που δεν έχει μυρωδιά

    Κάπου θα έχετε ακούσει για την προέλευση της έκφρασης «Τα χρήματα δεν μυρίζουν», «Το χρήμα δεν έχει μυρωδιά» και παραλλαγές, αλλά τώρα θα σας πάω πιο πίσω: στον Νέρωνα. Ο αυτοκράτορας ήταν ο πρώτος που επέβαλε φόρο στα ούρα, τον αποκαλούμενο vectigal urinae. Τα ούρα ήταν αντικείμενο συναλλαγής...
  2. nickel

    Πολιτική και Κράτος > Politics and the State [EL > EN]

    ΑΣΕΠ - Ανώτατο Συμβούλιο Επιλογής Προσωπικού = ASEP - Supreme Council for Civil Personnel Selection
  3. nickel

    εκλογολογία = election talk, election mongering, talk of elections

    «Η εκλογολογία ανεβάζει πάλι τα spreads και παραλύει το κράτος» είναι σημερινός τίτλος στην Καθημερινή και, επειδή δεν την έχουν τη λέξη πολλά λεξικά —ενώ έχουν τον εκλογολόγο (=psephologist, election analyst, election pundit), που είναι άλλο πράγμα— καταθέτω μερικές προτάσεις για μετάφραση, που...
  4. nickel

    acculturation = επιπολιτισμός, acculturate = επιπολιτίζω

    Στο Eurovoc αποδιδόταν με το «πολιτιστική αφομοίωση». Ακολούθησαν τα εξής σχόλια στο σχετικό νήμα: nickel: Πρέπει να δούμε και την πολιτιστική επαγωγή και κυρίως τα μονολεκτικά επιπολιτισμός και προσπολιτισμός. Rogerios: Παρακαλώ επειγόντως νήμα για την acculturation! Αφομοίωση φοβάμαι ότι δεν...
  5. nickel

    Welcome to the Machine = Καλωσήρθες στη Μηχανή

    Welcome, my son, welcome to the Machine. Where have you been? It’s all right, we know where you’ve been. You’ve been in the pipeline, filling in time, provided with toys and Scouting for Boys. You bought a guitar to punish your ma, You didn’t like school, and you know you’re nobody’s fool, So...
  6. nickel

    ebonics

    Πρώτα, ορισμοί: Ebonics n. Ebony + phonics. Another word for Black English, which the American Speech Language and Hearing Association now recognizes as a separate dialect with its own syntax and vocabulary. http://www.wordspy.com/words/Ebonics.asp Black English NOUN: 1. See African American...
  7. nickel

    Μέσα Μαζικής Παραπληροφόρησης

    Καλημέρα. Τα αρχικά Μ.Μ.Ε., αν κοιτάξουμε τα λεξικά μας, σημαίνουν Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Ξέρουμε, ωστόσο, ότι συνηθισμένος είναι και ο όρος Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας, που μεταφράζει τον αγγλικό media of mass communication. Τα ευρήματα στο Google, στο βαθμό που μπορούμε να τα εμπιστευτούμε...
  8. nickel

    προσοντολόγιο = qualifications framework, list of qualifications

    Έχω μπερδευτεί: ποιος νεολογισμός εμφανίστηκε πρώτος; Το καθηκοντολόγιο, που υπάρχει στο ΛΝΕΓ, ή το προσοντολόγιο, που υπάρχει στο Αντίστροφο; Τι είναι το προσοντολόγιο; Βρίσκω τον όρο σε 62 νομοθετήματα, π.χ. 1. Για όλους τους Κλάδους προσόντα διορισμού στον εισαγωγικό βαθμό ορίζονται τα...
  9. nickel

    binge drinking

    Καλημέρα. Με αφορμή το (καθημερινό) της Καθημερινής: Binge drinking is the modern definition of drinking alcoholic beverages with the primary intention of becoming intoxicated by heavy consumption of alcohol over a short period of time. It is a kind of purposeful drinking style that is popular...
  10. nickel

    βαρέα και ανθυγιεινά (επαγγέλματα) = hazardous occupations, arduous and/or unhealthy occupations

    Employees who have been in long-term employment in occupations classified under this heading receive special treatment under the social insurance system in Greece: an earlier retirement age applies in their case. The institutionalized concept of arduous and unhealthy occupations has in many...
  11. nickel

    payola = λάδωμα ραδιοπαραγωγών, δωροδοκία για την παράνομη προώθηση προϊόντων (συν. από τα ΜΜΕ)

    payola /peɪˈəʊlə/ noun [MASS NOUN] chiefly N. Amer. the practice of bribing someone in return for the unofficial promotion of a product in the media: if a record company spends enough money on payola, it can make any record a hit. [ORIGIN 1930s: from pay + -ola as in Victrola, the name of a make...
  12. nickel

    Νικολαΐτες | Νικολαϊτισμός = Nicolaitans, Nicolaitanes, Nicolaites | Nicolaism, Nicolaitanism

    Νικολαΐτες, οι (Εκκλ.)· αιρετικοί οπαδοί τού Γνωστικισμού τού 1ου μ.Χ. αιώνα στην Πέργαμο, την Έφεσο και στα Θυάτειρα τής Μικράς Ασίας. Ήταν οπαδοί τού εθνικού μάντη Βαλαάμ και ζούσαν ακόλαστο και έκλυτο βίο, γιατί πίστευαν ότι με αυτόν τον τρόπο προσέγγιζαν περισσότερο τον Θεό. Το όνομα...
  13. nickel

    rag-and-bone man = (πλανόδιος) παλιατζής

    noun (British) an itinerant dealer in old clothes, furniture, and second-hand items. (κάποιο λεξικό της Οξφόρδης) rag peddler: somebody who travels the streets buying and selling unwanted clothes and household items, and other discarded things (Η Encarta σε καινούργιο σύνδεσμο. Οι παλιοί...
  14. nickel

    flash mob, flashmob = αστραπιαία κινητοποίηση (πλήθους), συγκέντρωση-αστραπή (στα σκουπίδια ο «αιφνίδιος όχλος»)

    Flash mob: A public gathering of complete strangers, organised via the internet or mobile phone, who perform a pointless act and then disperse again. http://news.bbc.co.uk/cbbcnews/hi/uk/newsid_3876000/3876685.stm A flash mob (or flashmob) is a large group of people who assemble suddenly in a...
  15. nickel

    αστικοποίηση, αστυφιλία: Ποιο μεταφράζει τι;

    Urbanization, urbanism, migration to cities / urban areas, urban drift. Πότε είναι καλύτερο να χρησιμοποιούμε την αστυφιλία και πότε την αστικοποίηση; Μέχρι να το ψάξω (ή να δώσει την απάντηση κάποιος που γνωρίζει το θέμα), έχει ενδιαφέρον να διαβάσετε το σημερινό σημείωμα του Μιχαηλίδη για...
  16. nickel

    invisible ink, sympathetic ink = αόρατη μελάνη, συμπαθητική μελάνη

    Η αόρατη μελάνη (αφανής κατά τη γραφή, που γίνεται όμως εμφανής με ορισμένη χημική ή άλλη επεξεργασία) λεγόταν, λίγο παλιότερα, και συμπαθητική μελάνη. Γιατί συμπαθητική; Θα βοηθήσει αν σκεφτούμε ότι η λέξη sympathy δήλωνε συνάφεια. Η πρώτη σημασία της λέξης στο OED: A (real or supposed)...
  17. nickel

    comitology = επιτροπολογία

    Ενώ θα περιμένω να μου εξηγήσει κάποιος γιατί έχουν απλοποιηθεί τα σύμφωνα (comity είναι η αβρότητα, καμία σχέση δεν έχει με committee) και κάποιος άλλος πώς ακριβώς χρησιμοποιείται. Στο OED: comitology, n. Forms: 19– comitology, 19– commitology, 19– committology [‹ commit- (in committee n.) +...
  18. nickel

    chupacabra = τσουπακάμπρα

    Παρότι αντιλαμβάνομαι ότι το ελληνικό διαδίκτυο μιλάει για «το τσουπακάμπρα», θα μπορούσε να είναι και θηλυκό, «η τσουπακάμπρα», που επιτρέπει να έχουμε και πληθυντικό «οι τσουπακάμπρες». Πάρτε θέση, το θέμα είναι καυτό. Η τσουπακάμπρα είναι κρυπτίδιο, cryptid στην αγγλική, ήτοι ζώο που η...
  19. nickel

    Social Sciences > Κοινωνικές Επιστήμες (EN > EL)

    fundamentalism = φονταμενταλισμός, θεμελιοκρατία, θεμελιωτισμός fundamentalist = φονταμενταλιστής, θεμελιοκράτης | φονταμενταλιστικός, θεμελιοκρατικός
  20. nickel

    think tank = ομάδα προβληματισμού, δεξαμενή σκέψης

    Να το αφήσω;
Top