vocabulary

  1. nickel

    beleaguered = πολιορκημένος | δοκιμαζόμενος, χειμαζόμενος | πανταχόθεν βαλλόμενος

    Σε ένα άλλο νήμα αναφέρθηκε το πολιορκημένος σαν συνώνυμο τού στριμωγμένος, και έχω την εντύπωση ότι η πρόταση είχε επηρεαστεί από το αγγλικό beleaguered, που στην αρχική του σημασία είναι αυτό, «πολιορκημένος». Εκείνο το league δεν είναι το league της λίγκας και της Μπουντεσλίγκα και της...
  2. nickel

    crowded

    Επιχειρώντας εκεί μια απόδοση για τη φράση crowded Homeric pillar και μη γνωρίζοντας γιατί ήταν crowded, φρόντισα να μη μεταφράσω το επίθετο. Μη μου πείτε ότι δεν σας προβληματίζει η λέξη. Όταν ανακάλυψα γιατί ήταν crowded ο στύλος, θυμήθηκα το συνωστισμό στην αποβάθρα της Σμύρνης, αλλά η...
  3. nickel

    αυχμηρός = dry, parched, waterless, arid | rigid, forbidding, uninspired, desiccated

    Παράλειψή μου που δεν την έχω κάνει νήμα τόσον καιρό· είναι η αγαπημένη του Τριάντη της «Ε». Αλλά και ο Μπελλές, στα δύο άρθρα του με τις κλήρες, έχει και στα δύο το αυχμηρό («οι αυχμηροί λογιστές της κερδώας φρενίτιδας», «τα αυχμηρά περβόλια μας “καταμοσχοβολούν” σουβλάκι»). Είναι λέξη λόγια...
  4. nickel

    η κλήρα, οι κλήρες = offspring

    Η κλήρα δεν είναι λέξη της αρχαίας· είναι μεταγενέστερη, γι’ αυτό κοιτάμε πρώτα τι λέει το λεξικό Κριαρά με τα μεσαιωνικά: κλήρα η. 1) Κληρονομιά, μερίδιο κληρονομιάς: ο κληρονόμος ένι κρατούμενος να πάρει την κλήραν του αυθέντη του. 2) Κληρονόμος· απόγονος, παιδί: Έμνοξε … την κλήρα του...
  5. nickel

    ο θάνατός του ήταν παρακαλετός = his death was a blessing

    Πριν από μερικές μέρες αποχαιρετήσαμε ένα αγαπημένο μου πρόσωπο. Επειδή είχε φτάσει η πώς-τη-λένε-αυτή-την-αρρώστια-α-ναι-η-αϊζενχάουερ να μην του επιτρέπει να αναγνωρίζει ούτε τους πιο δικούς του ανθρώπους, ο θάνατός του ήταν, αυτό που λέμε, παρακαλετός. Το λέμε, όμως, σ' αυτή την περίπτωση; Ή...
  6. nickel

    What’s the name of the tallest mountain in the world?

    The World's Tallest Mountain As mountains are generally measured from sea level, Mount Everest 29,035 ft (8,850m) is considered to be king. However, there is a difference between the highest and tallest. What is the difference between highest and tallest? The peak of the highest mountain is...
  7. nickel

    hiatus = παύση, κενό, χάσμα, διακοπή | (γλωσσ.) χασμωδία

    Από το λατινικό ρήμα hio, που πρέπει να έχει συγγένεια με το ελληνικό χαίνω, η μετοχή hiatus, [hʌɪˈeɪtəs] στην αγγλική της προφορά, είναι η χασμωδία στη γλώσσα, η κακόηχη συνάντηση φωνηέντων σε επάλληλες συλλαβές, αλλά για τη γενική χρήση καλύτερες αποδόσεις είναι: παύση, κενό, χάσμα, διακοπή...
  8. nickel

    σωσίας, ντουμπλίρ, ντουμπλέρ = double, lookalike, stand-in

    Δεν πάνε πολλές μέρες που εντόπισα σε μια δουλειά έναν σωσία ανάμεσα σε έναν ελευθερωτή και έναν σωτήρα. Παρερμηνεία του σωσία, που λόγω ταξιδίων δεν έχει πια σχέση με το σώζω. Το θυμήθηκα με το Χιουμοριστικό γλωσσάρι όρων κινηματογράφου, όπου «Stand-in doubles for an actor (who is relaxing in...
  9. nickel

    glass-half-full (επίθ.)

    A glass-half-full kind of guy: Αισιόδοξος, θετικός, που βλέπει τη θετική πλευρά των πραγμάτων, που βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο και όχι μισοάδειο (όπως κάνει ο glass-half-empty kind of guy).
  10. nickel

    caring

    Και συγκεκριμένα caring teacher. Δεν έχουμε επίθετο, έτσι; Το στοργικός των λεξικών πάει πολύ για δάσκαλο. Σκέτο επίθετο για να δείξει αυτόν που νοιάζεται, που φροντίζει και προσέχει και ενδιαφέρεται για τους μαθητές του και την πρόοδό τους, δεν έχουμε, έχουμε; Γκαντεμιά.
  11. nickel

    ετσιθελισμός

    Κοραή: ετσιθελισμός ουσ αρσ = arbitrariness, whimsicality, despotism, capriciousness: Οι ετσιθελισμοί των ιθυνόντων της διοίκησης οδήγησαν την επιχείρηση στη διάλυση. = The arbitrariness of top management led to the collapse of the company. Από άλλα ελληνοαγγλικά: high-handedness, autocratic...
  12. nickel

    έχω εκτεθεί

    Τους υποσχέθηκα και τώρα έχω εκτεθεί. Θα είχε εκτεθεί ανεπανόρθωτα η χώρα σε διεθνές επίπεδο. Εκτός από κάποια όπως my good name / my reputation is compromised, έχετε καλύτερες ιδέες;
  13. nickel

    μεθοδεύσεις

    Οι μεθοδεύσεις είναι μια πολύ συνηθισμένη λέξη της εποχής, βασισμένη στη σημασία »μεταχειρίζομαι τεχνάσματα, πανουργίαν» (Δημητράκος) του μεθοδεύω. Το ουσιαστικό έχει σωστή μεταχείριση μόνο στο ΝΕΛ του Κριαρά: μεθόδευση η ουσ. α. το να γίνεται κάτι με μέθοδο, με προγραμματισμό: μεθόδευση για...
  14. nickel

    μπάστακας

    Τα βάζω χύμα και θα τα σκεφτώ αργότερα... μπάστακας (ο) (λαϊκ.) 1. σταθερή πέτρα ή βώλος, που χρησιμοποιείται ως στόχος σε παιδικό παιχνίδι 2. (μτφ. για πρόσ.) αυτός που στέκεται στη μέση ή βρίσκεται διαρκώς σε έναν χώρο εμποδίζοντας ή ενοχλώντας: φύγε απ’ τη μέση, μη στέκεσαι σαν μπάστακας! |...
  15. nickel

    σκονάκι = cheat sheet, cheat notes, crib sheet

    Μια και κάποια ελληνοαγγλικά λεξικά έχουν μείνει στο crib. A cheat sheet or crib sheet is a concise set of notes used for quick reference. "Cheat sheet" may also be rendered "cheatsheet". Cheat sheets are so named because they may be used by students without the instructor's knowledge to cheat...
  16. nickel

    ξάγναντο, αγνάντι = scenic overlook

    Γράφει σήμερα ο Στάθης στην «Ε»: Νόμιζαν οι αδαείς και τετυφλωμένοι ότι ήταν παλιές πουτάνες στο κουρμπέτι κι όμως πιάστηκαν μωρές παρθένες στο ξάγναντο... Βάζω και το αγνάντι στον τίτλο, μια και έχουν γεμίσει οι κορυφές με ξενώνες με αυτό το όνομα. Από Wikipedia: A scenic overlook, or just...
  17. nickel

    σκορποχώρι = a family in disarray, a party in disarray

    Από το λεξιλόγιο της επικαιρότητας. σκορποχώρι το [skorpoxóri] O44 : (προφ.) για οργανωμένη ομάδα ανθρώπων ή ζώων που διαλύθηκαν εντελώς, που διασκορπίστηκαν: Η οικογένειά μας έγινε σκορποχώρι. Το κόμμα έγινε σκορποχώρι. (ΛΚΝ) a family in disarray a party in disarray a party in total disarray
  18. nickel

    final draft

    Καλημέρα. Μια πρωινή δυσκολία: Για μια εργασία, το final draft, μετά από το rough draft, λέγεται... (φωνή κρεμασμένη στο κρεμαστάρι της απορίας και της αναμονής). :confused:
  19. nickel

    internecine

    Με ευκαιρία μια παρατήρηση του Θανάση εδώ, αξίζει να δούμε τη μετατόπιση της σημασίας αυτής της λέξης. Από το λατινικό internecinus, που σήμαινε «καταστροφικός, εξολοθρευτικός», η λέξη είχε αυτή τη σημασία αρχικά και στην αγγλική: «Deadly, destructive, characterized by great slaughter...
  20. nickel

    clinch

    Αναζητούνται ωραίες αποδόσεις για τη βασική σημασία και τις συμφράσεις της: ODE: clinch 1 confirm or settle (a contract or bargain): the Texan wanted to impress him to clinch a business deal — conclusively settle (an argument or debate): these findings clinched the matter — confirm the winning...
Top