σκορποχώρι = a family in disarray, a party in disarray

nickel

Administrator
Staff member
Από το λεξιλόγιο της επικαιρότητας.

σκορποχώρι το [skorpoxóri] O44 : (προφ.) για οργανωμένη ομάδα ανθρώπων ή ζώων που διαλύθηκαν εντελώς, που διασκορπίστηκαν: Η οικογένειά μας έγινε σκορποχώρι. Το κόμμα έγινε σκορποχώρι. (ΛΚΝ)

a family in disarray
a party in disarray
a party in total disarray
 

nickel

Administrator
Staff member
Κρατώντας το disarray, τα παραδείγματα του ΛΚΝ θα γίνονταν: The family / The party fell / has fallen into disarray.

Αν διαλυθεί ένα κόμμα, θα χρησιμοποιήσουμε ένα σκέτο broke up / was dissolved ή πιο σαφείς λέξεις από το bits and pieces.

(Προσωπικές προτιμήσεις.)
 
Top