Exactly. As Georgakas has it:
αρμάτα [armáta] η, region. (Thess, Maced, Epir)
① battle gear, armor, panoply (syn αρματωσιά 1b, L πανοπλία):
πήγαμε στο μοναστήρι σου, να σε ντύσουμε με τη μεγάλη σου πολεμική ~ |
ετούτη όλην την ~ τη στοιβάξανε σε μιαν αποθήκη (Prevelakis) |
καθισμένονε σε θρονί...