Παροιμιώδεις στίχοι της ελληνικής ποίησης

daeman

Administrator
Staff member
...
Ο Μάιος μας έφτασε, εμπρός βήμα ταχύ,
να τον προϋπαντήσουμε, παιδιά, στην εξοχή.
Λουλούδια ας μαζέψουμε και ρόδα και κρίνα
Στεφάνι να πλέξουμε του Μάη μ' εκείνα...

Άγγελος Βλάχος;

Το θυμάμαι από μικρός κάθε Πρωτομαγιά και στο σχολικό αναγνωστικό, όμως δεν είμαι βέβαιος ότι είναι του Βλάχου.
Στο νέτι δεν βρήκα τεκμηρίωση γι' αυτό, παρά μόνο μια αναφορά από μια συνήθως πολύ αξιόπιστη πηγή, σε σχόλιο της Μαρίας στο 40κειο.


Έφτασε ο Μάιος, εμπρός βήμα ταχύ, κορμάρες να πετάξουμε γυμνές στην εξοχή...
Η Απολλώνεια κορμάρα, Ημισκούμπρια
 

bernardina

Moderator
Στην Παιδική Ανθολογία του Μιχ. Περάνθη, εκδόσεις Κένταυρος, που βαστάω αυτή τη στιγμή στα χέρια μου (συλλεκτικό πια κομμάτι), το ποίημα αποδίδεται όντως στον Βλάχο και (με εκφραστική απλοποίηση, όπως γράφει στα περιεχόμενα) έχει ως εξής:

Εις τον Μάιον

Ο Μάιος μάς έφτασε·
εμπρός! βήμα ταχύ,
να τον προϋπαντήσουμε
παιδιά στην εξοχή.

Φέρνει τραγούδια και χαρές,
λουλούδια και δροσιά
και μυρουδάτη φόρεσε
ωραία φορεσιά.

Δώρα στα χέρια του πολλά
και όμορφα κρατεί
και τα μοιράζει γελαστός
σε όποιον τού ζητεί.

Πάμε κι εμείς να πάρουμε,
μη χάνουμε καιρό.
Μας φτάνει ένα τριαντάφυλλο,
ένα κλαρί χλωρό!

Αναγκαστικά απλοποιώ ακόμα περισσότερο, μονοτονίζοντας. :)

Καλό μήνα, Συλλεξιλόγοι και Συλλεξιλόγισσες!




 

Earion

Moderator
Staff member
Πήραμε τη ζωή μας λάθος.

Που δεν είναι έτσι βέβαια. Κόβεται στο "μας" με άνω τελεία. Τη διασημότερη άνω τελεία της νεοελληνικής φιλολογίας.

Στο περιγιάλι το κρυφό
κι άσπρο σαν περιστέρι
διψάσαμε το μεσημέρι·
μα το νερό γλυφό.

Πάνω στην άμμο την ξανθή
γράψαμε τ' όνομά της·
ωραία που φύσηξεν ο μπάτης
και σβύστηκε η γραφή.

Mε τι καρδιά, με τι πνοή,
τι πόθους και τι πάθος,
πήραμε τη ζωή μας· λάθος!
κι αλλάξαμε ζωή.

Γιώργος Σεφέρης, Άρνηση
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Να καταθέσω και τη σύναψη «μαρμαρένια αλώνια» (παράδειγμα), από διάφορες παραλλαγές του έπους του Διγενή Ακρίτα:

Ο Διγενής ψυχομαχεί κι η γη τονε τρομάσσει.
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σείετ’ ο απάνω κόσμος,
κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια,
κι η πλάκα τον ανατριχιά, πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αιτό, τση γης τον αντρειωμένο.
[...]
τώρα είδα έναν ξυπόλητο καὶ λαμπροφορεμένο,
πούχει του ρίσου τα πλουμιά, της αστραπής τα μάτια,
με κράζει να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια,
κι όποιος νικήσει από τους δυο να παίρνει την ψυχή του".
Κι επήγαν και παλέψανε στα μαρμαρένια αλώνια,
κι όθε χτυπάει ο Διγενής, το αίμα αυλάκι κάνει,
κι όθε χτυπάει ο Χάροντας, το αίμα τράφο κάνει.
 
Στο "Τρία πουλάκια κάθονταν" δεν νομίζετε ότι αξίζει να παραθέσουμε ολόκληρο το τραγούδι;

Αθανάσιος Διάκος

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι

το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
- Νουδ' ο Καλύβας έρχεται, νουδ' ο Λεβεντογιάννης.
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες.

Ο Διάκος σαν τ' αγροίκησε πολύ του κακοφάνει.
Ψιλή φωνή εσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
-Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλικάρια,
δώσ' τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τις χούφτες,
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω την Αλαμάνα,
πού ‘ναι ταμπούρια δυνατά κι' όμορφα μετερίζια.

Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά ντουφέκια,
στην Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
-Καρδιά παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε
σταθείτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθείτε!

Το βρήκα εδώ (υπάρχει κι αλλού βέβαια, δεν είναι σπάνιον είδος), και επ' ευκαιρία θυμήθηκα ότι εκτός από τα τρία πουλάκια, κάθεται και του Κίτσου η μάνα, και μάλιστα στην άκρη στο ποτάμι:

Του Κίτσου η μάνα


Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
“Ποτάμι για λιγόστεψε, ποτάμι στρέψε πίσω
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
όπ' έχουν κλέφτες σύνοδο, όπ' έχουν τα λημέρια”.

Τον Κίτσο τον επιάσανε, στην φυλακή τον πάνε,
χίλιοι τον πάν' από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω,
κι όλο ξοπίσω πήγαινεν η δόλια του η μανούλα.
"Κίτσο μου που 'ναι τ' άρματα, που τα χεις τα τσαπράζια,
τις πέντε αράδες τα κουμπιά τα φλωροκαπνισμένα;".

"Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη,
μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,
μόν' κλαις τα 'ρημα τ' άρματα, τα 'ρημα τα τσαπράζια;".

Εκεί βρήκα και το άλλο γνωστό:

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος

Ο Όλυμπος κι ο Κίσσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,

το ποιο να ρίξει τη βροχή, το ποιο να ρίξει χιόνι.
Ο Κίσσαβος ρίχνει βροχή κι ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισσάβου:
Μη με μαλώνεις Κίσσαβε, βρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρισινοί αγάδες.
Εγώ είμ’ ο γέρος Όλυμπος στον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφές κ’ εξήντα δυο βρυσούλες,
κάθε κορφή και φλάμπουρο, κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι όταν το παίρν’ η άνοιξη κι ανθίζουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αετό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω στην πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
Ήλιε μ’, δεν κρους τ’αποταχύ, μον κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου.

Δε μου λέτε, αυτό (από εδώ) το έχουμε βάλει;

Σημαίνει ο Θεός (Δεύτερη Ανάσταση)

Σημαίνει ο Θιος, σημαίνει η γη
σημαίνουν τα ουράνια
σημαίνει κι η Αγια Σοφιά
το μέγα μοναστήρι
με τετρακόσια σήμαντρα
κι εξήντα δυο καμπάνες.
Κάθε καμπάνα και παπάς
Κάθε παπάς και διάκος.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Το Γεφύρι της Άρτας το βάλαμε;

Σαράντα πέντε μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
γιοφύρι εθεμέλιωναν στης Άρτας το ποτάμι.
Ολημερίς το χτίζανε, το βράδυ εγκρεμιζόταν.
Μοιριολογούν οι μάστοροι και κλαιν οι μαθητάδες:
"Αλοίμονο στούς κόπους μας, κρίμα στις δούλεψές μας,
ολημερίς να χτίζουμε το βράδυ να γκρεμιέται."
Πουλάκι εδιάβη κι έκατσε αντίκρυ στό ποτάμι,
δεν εκελάηδε σαν πουλί, μηδέ σαν χηλιδόνι,
παρά εκελάηδε κι έλεγε ανθρωπινή λαλίτσα:
"Αν δε στοιχειώσετε άνθρωπο, γιοφύρι δε στεριώνει,
και μη στοιχειώσετε ορφανό, μη ξένο, μη διαβάτη,
παρά του πρωτομάστορα την όμορφη γυναίκα,
που έρχεται αργά τ' αποταχύ και πάρωρα το γιόμα."

Τ' άκουσ' ο πρωτομάστορας και του θανάτου πέφτει.
Πιάνει, μηνάει της λυγερής με το πουλί τ' αηδόνι:
Αργά ντυθεί, αργά αλλαχτεί, αργά να πάει το γιόμα,
αργά να πάει και να διαβεί της Άρτας το γιοφύρι.
Και το πουλι παράκουσε κι αλλιώς επήγε κι είπε:
"Γοργά ντύσου, γοργά άλλαξε, γοργά να πας το γιόμα,
γοργά να πας και να διαβείς της Άρτας το γιοφύρι."

Να τηνε κι εξαναφανεν από την άσπρην στράτα.
Την είδ' ο πρωτομάστορας, ραγίζεται η καρδιά του.
Από μακριά τους χαιρετά κι από κοντά τους λέει:
"Γειά σας, χαρά σας, μάστοροι και σεις οι μαθητάδες,
μα τι έχει ο πρωτομάστορας και είναι βαργιομισμένος;
"Το δαχτυλίδι το 'πεσε στην πρώτη την καμάρα,
και ποιός να μπει, και ποιός να βγει, το δαχτυλίδι νά 'βρει;"
"Μάστορα, μην πικραίνεσαι κι εγώ να πά σ' το φέρω,
εγώ να μπω, κι εγώ να βγω, το δαχτυλίδι νά 'βρω."
Μηδέ καλά εκατέβηκε, μηδέ στη μέση επήγε,
"Τράβα, καλέ μ' τον άλυσο, τράβα την αλυσίδα
τι όλον τον κόσμο ανάγειρα και τίποτες δεν ήβρα."

Ένας πηχάει με το μυστρί κι άλλος με τον ασβέστη,
παίρνει κι ο πρωτομάστορας και ρίχνει μέγα λίθο.
"Αλίμονο στη μοίρα μας, κρίμα στο ριζικό μας!
Τρεις αδελφάδες ήμαστε, κι οι τρεις κακογραμμένες,
η μια 'χτισε το Δούναβη, κι η άλλη τον Αφράτη
κι εγώ η πλιό στερνότερη της Άρτας το γιοφύρι.
Ως τρέμει το καρυόφυλλο, να τρέμει το γιοφύρι,
κι ως πέφτουν τα δεντρόφυλλα, να πέφτουν οι διαβάτες."

"Κόρη, το λόγον άλλαξε κι άλλη κατάρα δώσε,
πο 'χεις μονάκριβο αδελφό, μη λάχει και περάσει."
Κι αυτή το λόγον άλλαζε κι άλλη κατάρα δίνει:
"Αν τρέμουν τ' άγρια βουνά, να τρέμει το γιοφύρι,
κι αν πέφτουν τ' άγρια πουλιά, να πέφτουν οι διαβάτες,
τί έχω αδελφό στην ξενιτιά, μη λάχει και περάσει.
 

bernardina

Moderator
Τ' είναι Θεός; τι μη Θεός; και τι τ' ανάμεσό τους;

ο Γ. Σεφέρης ξαναθέτει το ερώτημα στην Ελένη του,
σαν αντίλαλος του Ευριπίδη που στη δική του Ελένη ρωτά

«ό,τι Θεός ή μη θεός ή το μέσον / τίς φησ' ερευνήσας βροτών / μακρότατον πέρας ευρείν;»
 

dolphink

New member
Ένα ακόμα του Αθανάσιου Διάκου

"Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθείτε
Ανδρεία, ωσάν Έλληνες, ωσάν Γραικοί σταθείτε".
Εκείνοι εφοβήθησαν κι εσκόρπισαν στους λόγκους.
Έμειν΄ ο Διάκος στη φωτιά με δεκαοχτώ λεβέντες,
Τρεις ώρες επολέμαε με δεκαοχτώ χιλιάδες,
Σχίστηκε το τουφέκι του κι εγίνηκε κομμάτια
και το σπαθί του έσυρε και στη φωτιά εμβήκεν.
Έκοψε Τούρκους άπειρους, κι εφτά Μπουλουκμπασήδες,
Πλην το σπαδί του έσπασεν απάν΄ από τη χούφταν.
Κ΄ έπεσ΄ ο Διάκος ζωντανός εις των εχθρών τα χέρια.
Χίλιοι τον πήραν απ΄ εμπρός και δυο χιλιάδες πίσω.
Κι Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:
- "Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, τη πίστι σου ν΄ αλλάξεις;
Να προσκυνάς εις το τζαμί, την εκκλησιά ν΄ αφήσεις":
Κ΄ εκείνος τ΄ αποκρίθηκε και με θυμόν του λέγει:
- "Πάτε κι εσείς κ΄ η πίστις σας μουρτάτες να χαθείτε.
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θέλ΄ αποθάνω....
Αν θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες*,
Μόνον πέντ΄ έξι ημερών ζωήν να μου χαρίστε.
Όσον να φθάσ΄ ο Οδυσσεύς και ο Θανάσης Βάγιας"
Σαν τ΄ άκουσ΄ ο Χαλήλμπεης* με δάκρυα φωνάζει:
-"Χίλια πουγγιά σας δίνω ΄γω, κι ακόμα πεντακόσια,
τον Διάκο να χαλάσετε, τον φοβερό τον κλέφτη,
ότι θα σβύση τη Τουρκιά κι όλο το Δοβλέτι*".
Τον Διάκο τότε πήρανε και στο σουβλί τον βάλαν.
Ολόρθο τον εστήσανε κι αυτός χαμογελούσε.
(Μόνο σε κάποια στιγμή βλέποντας τη φύση γύρω του μεμψιμοίρησε)
"Για δες καιρό που διάλεξε ο χάρος να με πάρει
τώρα π΄ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάζ΄ η γη χορτάρι".

(Και αμέσως μετά κατελήφθη από αδάμαστη καρτερία και πολεμικό πάθος)
Την πίστι τους, τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάτες
"Εμέν΄ αν εσουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη,
Ας είν΄ καλά ο Οδυσσεύς κι ο καπετάν Νικήτας*.
Αυτοί θα κάψουν την Τουρκιά κι όλο σας το Δοβλέτι."
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Τα είχε προσθέσει η Μπερναντίνα στο #17 :)
Για δες καιρό που διάλεξε...

Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε να πεθάνω

(Δημώδες για τον θάνατο του Αθανασίου Διάκου)
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Σωστά :) Φτιάξαμε λοιπόν και ευρετήριο στην αρχή αρχή του νήματος.
 

Τρία πουλάκια κάθονταν στου Διάκου το ταμπούρι

το 'να τηράει τη Λειβαδιά και τ' άλλο το Ζητούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιρολογάει και λέει.
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.

Ξέχασα να τονίσω και το στίχο:
-Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.


Μη σας πω ότι χρησιμοποιείται ενίοτε ακόμη και το

Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;

Αλλά δεν νομίζω πως είναι αρκετά διαδεδομένο για να αξίζει να το τονίσουμε.
 

bernardina

Moderator
Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη,

περπατώντας η δόξα μονάχη
μελετά τα λαμπρά παλικάρια
και στην κόμη στεφάνι φορεί
γινωμένο από λίγα χορτάρια
που 'χαν μείνει στην έρημη γη.
Διονυσίου Σολωμού
 

daeman

Administrator
Staff member
Πήραμε τη ζωή μας λάθος.

Που δεν είναι έτσι βέβαια. Κόβεται στο "μας" με άνω τελεία. Τη διασημότερη άνω τελεία της νεοελληνικής φιλολογίας.
[...]

Στο περιγιάλι το κρυφό, είν' ένα νήμα από καιρό. :)
 

cougr

¥
"Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία", όπου η ελευθερία συχνά αντικαθίσταται με διάφορες λέξεις.

« Όσοι το χάλκεον χέρι
βαρύ του φόβου αισθάνονται,
ζυγόν δουλείας, ας έχωσι·
θέλει αρετήν και τόλμην η ελευθερία.»

Ωδή Τετάρτη: Εις Σάμον (πρώτη στροφή), Ανδρέας Κάλβος
 

Palavra

Mod Almighty
Staff member
Κι αυτό υπάρχει, το έβαλε ο δόχτορ στο #11 :) Για όσους ενδιαφέρονται, στο πρώτο ποστ του Νίκελ έχουμε βάλει αναλυτικό κατάλογο με συνδέσμους προς την ανάλογη ανάρτηση.
 
Ωραίο πράγμα το ευρετήριο. Αποφεύγουμε την επανάληψη στίχων... Να 'ταν και αλφαβητικά να βρίσκαμε εύκολα τι έχει μπει και τι όχι! :)
 
Top