Λεξιπλασίες (Nonce words)

ακυράνθρωπος αχυράνθρωπος που ακυρώνεται από τις εξελίξεις
 
εξωφυλαρούχας: Αυτός που φυλάει το στρινγκ της Μέρκελ όταν εκείνη χαριεντίζεται με τον μικρό Νικολά.
(Δεκτές και άλλες σημασίες.)
 
Δε χωράει σε στρινγκ η ΚΆνγκελα, για Αντζελίνα την πέρασες; Τίγκα φοράει, το τάνγκα διά εύσωμες. :whistle:
Αν και, με ό,τι και να τη διαιρέσεις, ως γνωστόν ο πατσάς έχει πεπερασμένο όριο ψιλοκόμματος.
Άλλη σημασία του εξωφυλαρούχα αργότερα· πρέπει να κοιμηθώ πρώτα για να ξυπνήσω φρες.
Ο πικρός Νικολάς
 
δραχματικός: επιθετικός προσδιορισμός για την ελληνική οικονομία (π.χ. «Το μέλλον μας προβλέπεται δραχματικό.»).
 
Μερικές προτάσεις νέας πολιτικής ορολογίας για τους αναλυτές των επόμενων εβδομάδων:

συναντιπολίτευση: η συναινετική αντιπολίτευση, η συμπολιτευόμενη αντιπολίτευση
σαναντιπολίτευση: η ανύπαρκτη αντιπολίτευση
ατυποσυμπολίτευση: η σιωπηρή συμπολίτευση
αντιποσυμπολίτευση: η αντιπολιτευόμενη συμπολίτευση, η συμπολίτευση «εγώ κρατάω τις αρχές μου, διαφωνώ, αλλά δεν φεύγω». Διαφορετική από την
κλαψοσυμπολίτευση: η συμπολίτευση «αμάρτησα γιατί έπρεπε αλλά θα μείνω να συνεχίσω τον αγώνα μέχρι την τελική νίκη.»

Ορίστε χάλια. Εδώ ξεκίνησε η συναντιπολίτευση, ο Σαραντάκος έχει τα 39 στα 40 ευρήματα του Γκούγκλη.

:laugh:
 
Και η αντιποσυμπολίτευση αντί για την αντισυμπολίτευση που προτάθηκε εκεί στα σχόλια και θα σήμαινε τον αντίθετο στη συμπολίτευση. :)
 
Να προσθέσω και την ανθυπολίτευση, την κατώτερη των περιστάσεων συμπολίτευση, αντιπολίτευση και συναντιπολίτευση;
 
Να προσθέσω και την ανθυπολίτευση, την κατώτερη των περιστάσεων συμπολίτευση, αντιπολίτευση και συναντιπολίτευση;
Αυτή καλύτερα να λέγεται ανυπολήπτευση.
 
ανθυπολίτης: ο κατώτερος των περιστάσεων πολίτης που αναδεικνύει βγάζει στον αφρό φελλούς κατώτερους των περιστάσεων πολιτευτές, ανθυπολιτευτές
ανθυπολιτευτής: ο κατώτερος των περιστάσεων πολιτευτής (πρβλ. ανθυπολίτης, συνών. ανθυπολιτευόμενος): στη φοιτητριούλα που σ' έχει ερωτευτεί, θα σε καταγγείλω, βρε ανθυπολιτευτή [λόγ. < ελνστ. αντί+υπό+πολιτευτής 'που συμμετέχει κρυφά ή φανερά στα κοινά τσιμπούσια']
ανθυποληστευτής: λόγ. ο ανθυπολιτευτής που το παρακάνει στα κοινά τσιμπούσια, λαϊκότ. φαταούλας
διανθυπολιτευτής
: λόγ. ο ανθυπολιτευτής χαμηλού ειδικού βάρους, ο παρασυρόμενος από τους εκάστοτε πολιτικούς ανέμους, ο πολιτικός ανεμοδείκτης συν. οπουπολιτευτής, λαϊκότ. ανεμοδούρας, χυμαπολιτικός
οπουπολίτης: ο ανθυπολίτης που υποστηρίζει όποιον ανθυπολιτευτή ή ανθυπολιτικό σχηματισμό τού τάζει περισσότερα προσωπικά οφέλη
απολιτευτής: ο πολιτευτής με συγκεχυμένες ή ανύπαρκτες πολιτικές απόψεις
απολυτευτής: ο πολιτευόμενος με απολυταρχικές ιδέες
δυσανθυπολιτευτής: ο ανθυπολιτευτής στο άνθος της πολιτικής του σταδιοδρομίας (κν. πολιτικό μπουμπούκι) που αναδίδει ανυπόφορη αποφορά σκοτεινών, περασμένων εποχών
 
ΔΕΗση: η επίκληση θεών και δαιμόνων μόλις δεις το ποσό του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. στον λογαριασμό της ΔΕΗ.
Αν σου έρθει ταμπλάς, γίνεται επιμνημόσυνη ΔΕΗση.
 
...
antidiotics
: foolproofing pharmaceuticals, folly contraceptive medicine, tested on actual dummies, to be taken mentally, one and a halfwit tablet per dolt (daft entry, 15-11-'11)
 
τέρατα ινκόγκνιτα άγνωστοι όροι σε κείμενα τομέων που μας είναι άγνωστοι και στο σύνολό τους και στα μέρη τους (κατά τη μετάφρασή τους, δεν αποκλείεται να προκύψουν και άλλα «αγνώριστα τέρατα»)
 
πασονάριες παθιασμένοι υποστηρικτές της έκδοσης των πάσων από τα ΑΕΙ.

Σχετικά:
Για τα πάσα: http://lexilogia.gr/forum/showthrea...ν-κρησάρα-μας)&p=124013&viewfull=1#post124013
Για την Πασιονάρια και τις πασιονάριες: http://www.slang.gr/lemma/show/pasionaria_13527
(Μοναδική προσθήκη: pasionaria στα ισπανικά είναι το passion flower των Άγγλων = παθανθές, πασιφλόρα, δηλ. το λουλούδι του πάθους, κν. ρολογιά, «επειδή τα όργανα τού άνθους τού φυτού αυτού μοιάζουν με τα όργανα (ακάνθινο στεφάνι, σφυριά, καρφιά) τών Παθών» (ΠαπΛεξ).)
 
Αχ αχ, «σφάξε μου τα πάσα μ' ν' αγιάσω» έγινε τελικά. Πήραν πασαπόρτι οι μη δικαιούμενοι πάσο και τώρα πληρώνουν ολόκληρο στο ΚΤΕΛ για Πασαλόνικα, οπότε τα Πασατέμπη είναι πλέον η πασαρέλα των απασάλειφτων αναστεναγμών τους.
 
καφετήρας: καφετιέρα ή βραστήρας που χρησιμοποιείται τόσο πολύ ώστε το αποτέλεσμα είναι αντίστοιχο της ενδοφλέβιας χορήγησης καφεΐνης.
 
...
εκκρεμμότητα = η πλούσια, φρέσκια κρέμα του γαλακτομπούρεκου, της μπουγάτσας κ.λπ., η οποία κρέμεται από το φύλλο έτοιμη να πέσει, προκαλώντας απανωτά επιφωνήματα λαχτάρας: «Μμμμμιαμμμ!», π.χ. πάω να τακτοποιήσω μια εκκρεμμότητα. [ετυμ. εκ + κρέμ- + μμότητα βλ.λ.]

 
Το διάβασα σήμερα στη Βαγιάννη:

Μόνο στον Τσάκα έβρισκα λίγη παρηγοριά (έτερο φετίχ) αλλά πήγε στη Βραζιλία, στη Σουηδική Αραβία, στο διάστημα, πάει, με ξέχασε κι αυτός.

Αλλά δεν μετράει σαν λάθος κι ας έχει τα αθώα ευρηματάκια του, π.χ.

Δεκαέξι άτομα, ύποπτα για τρομοκρατική δράση, συνελήφθησαν στη Σουηδική Αραβία
http://news.in.gr/world/article/?aid=472487


Πρώτα και κύρια, η Σουηδική Αραβία είναι λεξιπλασία, είναι φετίχ, είναι στο slang.gr.
 
ΩΩΧ: κατηγορία αξιολόγησης για την ευρωπαϊκή οικονομία.
(Βασισμένο σε τουίτ του Protagon.gr)
 
Κουαφύρερ

Ο αυταρχικός κομμωτής.

Λατινιστί: coifführer (εκ των coiffure και führer).
 
Back
Top