1º επεισόδιο: η αυτόπτης μάρτυρας, στην προσπάθειά της να φέρει στη μνήμη της το πρόσωπο του δολοφόνου, λέει ότι φορούσε mössa, που είναι το σκουφί, και όχι το καπέλο, όπως αποδίδεται κατ' επανάληψη στους υπότιτλους...
Τσεκάρω (εζ αμ ράιτινγκ διζ) τους αγγλικούς υπότιτλους, και πράγματι, λένε, όπως υποπτευόμουν
hat.
Μία απλούστατη αναζήτηση στα Google Images, τεκμηριώνει ότι πρόκειται για λανθασμένη απόδοση:
mössa vs
hat
Γιατί όμως να γίνει τέτοιο λάθος; Είναι δυο πολύ απλές λεξούλες. Στα μαθήματα σουηδικών που κάνω έτσι συμπληρωματικά, έχει ένα κεφάλαιο το βιβλίο αρχαρίων όπου μαθαίνουμε τα ρούχα, και
hatt, σου λέει, είναι το καπέλο, και
mössa είναι το σκουφί. Είναι, θα μου πείτε, δυνατόν βρε συ, να 'κανε τέτοιο λάθος ο αγγλόφωνος υποτιτιλιστής;
Και ναι και όχι, θα σας πω. Γιατί, στην προκειμένη, η εξήγηση μάλλον είναι λίγο πιο περίπλοκη απ' ό,τι φαντάζει με μια τέτοια πρώτη ματιά:
Προς το τέλος του πρώτου επεισοδίου, ξαναβλέπουμε την αυτόπτη μάρτυρα, αυτή τη φορά να πέφτει σε ύπνωση, με τις «ευλογίες» της αστυνομίας, μπας και θυμηθεί το πρόσωπο του δολοφόνου, που κάποιος μετατραυματικός μηχανισμός το 'χει κάνει να σβηστεί από τη μνήμη της... Την ξανακούμε, λοιπόν, να λέει ότι ο δράστης φοράει
mössa (σε ενεστώτα χρόνο λόγω του... immersion στην ύπνωση), αλλά αυτήν τη φορά ακολουθεί η επισήμανση ότι είναι μικρό σκουφί, για την ακρίβεια,
sotarmössa (
Det är en liten mössa, en sotarmössa.) Στους αγγλικούς υπότιτλους, διαβάζουμε
It's a small hat, a beanie (
και στους ελληνικούς, προφανώς: Είναι ένα μικρό καπέλο, ένα σκουφάκι). Η δυσκολία, εδώ, εικάζω, δεν αφορά την απόδοση του
mössa. Είμαι σίγουρος ότι το beanie αποτέλεσε την προφανή επιλογή για τον αγγλόφωνο υποτιτλιστή. Η δυσκολία, μάλλον, έγκειται στο
sotarmössa. Το, κατά λέξη... σκουφάκι του καπνοδοχοκαθαριστή (sotare).
Στο
αγγλικό Βικιλεξικό, βρίσκουμε τις εξής δύο σημασίες:
- (historical) A chimney sweep's cap; a type of hat that can be pulled over the face for some protection against soot. synonym ▲quotations ▼Synonym: (argot) kurpis
- A fisherman beanie; a shorter knitted beanie, often ending just above the ears.
Στη σουηδική Βικιπαίδεια, πάλι, δε βρίσκω λήμμα sotarmössa. Βρίσκω όμως λήμμα kurpis (που δίνεται κι από το Βικιλεξικό, είπαμε, ως συνώνυμο): Kurpis, λέει, είναι στη ζαργκόν των καπνοδοχοκαθαριστών, το καπέλο/σκουφάκι που φορούν:
Αυτά παλιά κυρίως. Historical χρήση, που λέει και το Βικιλεξικό. Σήμερα, απ' ό,τι βλέπω, η λέξη
sotarmössa έχει αφήσει πίσω της τις καμινάδες και τη βιοπάλη, και γνωρίζει νέες δόξες στον χώρο του
χειμερινού fashion! Και το βασικό στοιχείο που διατηρεί από κοινού με το πάλαι ποτέ συνώνυμό της είναι αυτό το ending just above the ears – περίπου το ίδιο, δηλαδή, με αυτό που καταπώς φαίνεται οι αγγλόφωνοι το λένε
fisherman beanie (θεούλης το παλικαράκι!).
Με άλλα λόγια, ο αγγλόφωνος υποτιτλιστής, υπό την πίεση του χρόνου, φαντάζομαι, μάλλον το 'παιξε safe, μ' ένα generic υπερώνυμο (hat) κι ένα generic υπώνυμο (beanie), ενώ μάλλον ήξερε ότι στην προκειμένη, beanie είναι το υπερώνυμο, και το υπώνυμο ήθελε ψάξιμο...
Στο διαταύτα, βέβαια, άλλα τα κρύα της Σκανδιναβίας, κι άλλα τα δικά μας, και δε θα 'ταν παρά εύλογο να μην έχουμε εξίσου εξειδικευμένο λεξιλόγιο στα διάφορα παραφερνάλια του χειμώνα – αν και ποτέ δεν ξέρω
... Προσωπικά, πάντως, character limitation επιτρέποντος, μάλλον θα πρότεινα μια περίφραση σε στιλ «Φορούσε σκουφί» | «Απ' αυτά τα μικρά, που φτάνουν μέχρι πάνω απ' τα αφτιά»...