[Λεξικό Γεωργακά]
αξιώνω [aksióno] ipf αξίωνα, aor αξίωσα & (Kazantz) άξιωσα (subj αξιώσω), mediop αξιώνομαι, aor αξιώθηκα (subj αξιωθώ)
[...]
② have a claim, claim, assert (syn αξιώ, προβάλλω την απαίτηση, διεκδικώ):
ο ιστορικός υλισμός αξιώνει πως αίρεται απάνω από θρησκείες, φιλοσοφίες και...