To "κριτικής σημασίας" το λένε αρκετά οι γιατροί, και το είπε και ο Σ. Τσιόδρας προ καιρού σε μια από τις τακτικές ενημερώσεις.
Οι αγγλοσπούδαστοι, πιθανότατα. Τους γιατρούς να τους ακούμε στα θέματα υγείας, όχι οπωσδήποτε στα θέματα γλώσσας.
To αστείο είναι ότι τα πιο ακραία ενθέματα, που είναι και αυτά που συχνά βλέπει κανείς να τυγχάνουν εκμετάλλευσης στην πορνοβιομηχανία, είναι του φυσιολογικού ορού — κι εκεί δεν μπορεί να γίνει κάποιο ανάλογο λογοπαίγνιο διότι (κανονική) Saline Valley υπάρχει ήδη στην Καλιφόρνια.Ας δούμε τι λέει και η Wikipedia για τη Silicone Valley (με «e»):
Silicone Valley may refer to:
[...]
Silicone Valley (San Fernando Valley), a pioneering region for the pornography industry; nickname coined as a pun on Silicon Valley, but referring to silicone breast implants rather than silicon chips
Μόνο στη δεύτερη περίπτωση μπορούμε να γράψουμε για «Κοιλάδα της Σιλικόνης», αλλά καλό θα είναι να συνοδεύεται από κάποια διευκρίνιση, να καταλάβει ο αναγνώστης ότι δεν πρόκειται για μεταφραστικό λάθος.
Το empathy δεν είναι ποτέ εμπάθεια. Αποδίδεται ενσυναίσθηση, εναίσθηση, εμβίωση, συναισθηματική κατανόηση/συμμετοχή.
Σα να θυμάμαι περί το 1979-1980 τον «μετρ» τότε στην Πολιτική Επιστήμη Α.Ι.Δ. Μεταξά να μας μιλάει ακριβώς για την «empathy» ως «ενδοπάθεια». Να που το βρίσκω και στο πεντάτομο Λεξικό του Καπόπουλου. Έχει επίσης ενδιαφέρον το τι σήμαινε αρχικά «empathy» και η σημασιολογική γειτνίαση με τη «sympathy» (...)
Το αγγλικό toast (a slice of toast, a piece of toast) μεταφράζεται φρυγανιά.
![]()
toasted sandwich
Χρειάστηκε το λάθος στα Νέα («Ο JFK έφαγε τοστ πριν τον δολοφονήσουν») για να το θυμηθούμε.
Παραθέτω τη χορταστική (γιαμ-γιαμ) περιγραφή του ΛΝΕΓ:
τοστ (το) {άκλ.} σάντουιτς που αποτελείται από δύο τετράγωνες φέτες ψωμιού αλειμμένες εσωτερικά με βούτυρο, ανάμεσα στις οποίες υπάρχουν λεπτές φέτες τυριού και ζαμπόν (και άλλα συνοδευτικά) και οι οποίες ψήνονται σε ειδική ηλεκτρική συσκευή (τοστιέρα): κρύο | ζεστό | καλοψημένο | άψητο | απλό τοστ || τοστ με ντομάτα || κάνω | ψήνω | φτειάχνω ένα τοστ || ψωμί για τοστ (καθεμιά από τις λεπτές, τετράγωνες φέτες ψωμιού, που διατίθενται σε ειδική συσκευασία στο εμπόριο). — (υποκ.) τοστάκι (το).
[ΕΤΥΜ. < αγγλ. toast < μέσ. αγγλ. to(o)sten < μέσ. γαλλ. toster < δημώδ. λατ. »tostare < λατ. tostus, μτχ. τ. τού p. torrere «ψήνω, φρυγανίζω»].
Στα αγγλικά αυτό είναι toasted sandwich. (Στη Νέα Ζηλανδία toastie και στην Ολλανδία tosti, λέει η Wikipedia.)
Συνηθίζω να αποδίδω το sceptical ως δύσπιστος.Sceptical = σκεπτικιστής και άλλα, αλλά όχι σκεφτικός.