nymphomaniac = (η) νυμφομανής, (η) μητρομανής.
Στα αγγλοελληνικά λεξικά που κοίταξα, κακώς δεν συνοδεύεται πάντα από το άρθρο. Στο ΛΝΕΓ (εκτός που έχει το άρθρο) γράφει: «γυναίκα που πάσχει από νυμφομανία (βλ.λ.)». Στον Πάπυρο τα εξηγεί καλά στη νυμφομανία: «(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έξαρση τού γενετήσιου πόθου, από ακόρεστη επιθυμία για συνουσία, αλλ. μητρομανία», αλλά μας τα χαλάει στο νυμφομανής: «(ιατρ.) αυτός που πάσχει από νυμφομανία». Ε όχι «αυτός», μπερδεύεις τον κόσμο! Νυμφομανείς είναι μόνο οι γυναίκες, οι άνδρες δεν λέγονται νυμφομανείς, ακόμα κι αν κυνηγάνε τις νύφες.