Λεξιπλασίες (Nonce words)

(Ανανοηματοδότηση που προέκυψε αυθορμήτως όταν, εν τη ρύμη των ισλανδικών ταξιδιωτικών εντυπώσεων ενός συναδέλφου, μια συνάδελφος που δεν γνώριζε τί είναι τα γκέιζερ ρώτησε αν είναι ζώα που πετάγονται ξαφνικά από τον πάγο.)
γκέιζερ (αρκτική ζωολογία) ζερ που είναι γκέι. βλ. ζερ
ζερ (αρκτική ζωολογία) είδος που ανήκει στο ζωικό βασίλειο και του οποίου ακόμη αναζητούνται ματαίως άτομα που δεν είναι γκέι. βλ. γκέιζερ
 
Κρούσμα δεύτερης ανανοηματοδότησης:

φουμαρόλες οι 1 θερμά αέρια που εκπέμπονται από τον κρατήρα των ηφαιστείων (λατ. fumo «καπνός») 2 λόγια του αέρα (φούμαρα + παρόλες).

http://en.wikipedia.org/wiki/Fumarole
 
κουβεντοπιάστης: ο ειδικός στο παρλάν (από σοβαρή συζήτηση με μπόλικα δημητριακά που ξεκίνησε αλλού σε αυτό το φόρουμ)
 
Το 'φτιαξα σήμερα για να περιγράψω τον αναποφάσιστο για τον αν θα πάει κάπου ή όχι, τον ισως-στρεφή:
μέιμπης (ο), πληθ. οι μέιμπηδες [από το αγγλ. maybe]​
Στο θηλυκό αλλάζει λίγο:
προσπαθείτσα (η), πληθ. οι προσπαθείτσες [από τη φρ. «θα προσπαθήσω (να έρθω)»]​
 
Όσο για τη λανθασμένη προφορά [ιπεροκιάνιο], η πιο ενδιαφέρουσα γραφή της είναι *υπερωκυάνιο!
υπερωκυάνιο [υπέρ + ωκύ + κυάνιο > υπερωκυάνιο (με απλολογία)] = το κυάνιο υπερταχείας δράσης | (μτφ.) ο Τιτανικός
(σε συνδυασμό με το καπρικό του Λεονάρδου, βοήθειά μας σήμερα) ;)

Καταναλώστε υπεύθυνα, προς θεού όχι με τον καφέ.
 
γολγκοθάς = το μαρτύριο του γκοθά

γκόθορνος = το υπόδημα της γκοθούς
 
παπαροχολογία
Θα μπορούσε κάποιος να υποθέσει πως πρόκειται για συμφυρμό των λ. παπαρούνα κ. παροχολογία, παναπεί «θα σας παράσχουμε παπαρούνες κ.ά. οπιούχα (για να 'ρθετε στα ίσα σας)», αλλά μάλλον τελικά η σημασία είναι πιο πεζή (δλδ είναι μάλλον ψευδαισθησιογόνο κι όχι τόσο παραισθησιογόνο).
 
Όταν οι λεξιπλασίες περνούν στα λεξικά (εδώ, συγκεκριμένα, στο λ. Κριαρά) και μπορούν να φανούν χρήσιμες (εδώ, π.χ., για την απόδοση του brown noser):

αναχεσομύτης ο. (Σκωπτ.) που η μύτη του είναι γεμάτη ακαθαρσίες: (Σπανός D 590). [λ. πλαστή <αόρ. του *αναχέζω + ουσ. μύτη]
 
γαϊδούρειος ίππος = το εξαιρετικά ύπουλο μέσο εξαπάτησης

(Το λογοπαίγνιο προέρχεται από άρθρο του Στρατή Μπουρνάζου στην Αυγή και είναι πετυχημένο, ακόμα κι αν δεν συμφωνείτε με το περιεχόμενο του άρθρου. Για να μην ξεχνάμε τα γλωσσικά μας, θυμίζουμε ότι ο δούρειος σημαίνει «ξύλινος» και βγαίνει από το δόρυ «δέντρο, ξύλο» — και όχι από τη Δούρου. :-) )
 
Ιούμβριος = νόθος ψευδοκαλοκαιρινός μήνας φθινοπωρινών προδιαγραφών
 
...
Κάνω επανάληψη, Θέμη. Μόλις τελείωσα το αστικό δίκαννο και τώρα πιάνω την ποινική φρικονομία.

φροικονομία: η οικονομία που φρικάρει (και αυτοπαθές και μεταβατικό)


Δε θα μου βάλεις δύσκολα θέματα στη φροικονομία, έτσι;
Γιατί αυτό το ανέλαβαν άλλοι. Τρανοί, λέει, και μεγάλοι, γι' αυτό έχουμε φρικάρει.
 
Αυτεπεξηγούμενες μιαγαπηγιατοκαλοκαιρινές λεξιπλασίες:

ξενερωτόλογα, ξενερωτύλος, ξενερωτισμός, ξενερωτοχτυπημένος, ξενερώβραστος
 
αθώα παριστερά η Αριστερά που ζει με τη βεβαιότητα ότι δεν έχει καμιά ευθύνη για τις εξελίξεις στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης
 
αθώα παρειστερά η πολιτική που προχωράει με τον σταυρό στο χέρι, στρέφοντας την άλλη παρειά ύστερα από κάθε αντιξοότητα.
 
αθώα ποταμιστερά η πολιτική που προχωράει με τον Σταύρο μπροστάρη
 
προστηθέμενη αξία = το αποτέλεσμα της αυξητικής στήθους
 
Back
Top