Λεξιπλασίες (Nonce words)

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
λεξιτανίλη Ηρεμιστικό σκεύασμα για τους πάσχοντες από λεξιστερητικό σύνδρομο.

λεξιτανύλη Ποικίλη ύλη που βρίσκει κανείς στη Λεξιλογία (ελεύθερη σύνθεση, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με ταν = δωρικό την).
 

nickel

Administrator
Staff member
πολυγατικός = όποιος αναπληρώνει άλλες ελλείψεις της ζωής του με την περίθαλψη πολλών γατιών

(Το βάζω εδώ γιατί δεν τολμώ να το βάλω στο Purrfect thread.)
 

nickel

Administrator
Staff member
δυσέραστος = αυτός που δύσκολα μπορεί να αγαπηθεί· αυτός που ελάχιστα απέχει από το να είναι δυσάρεστος.


(Αν και κάποιοι θα πουν ότι είναι νεκρανάσταση.)
 

Zazula

Administrator
Staff member
διορισμόριο = το μόριο που κάνει τη διαφορά ώστε να διοριστεί μια κυρία
 
ποταμίνιο: (παιγνιώδης ναυτικός όρος - γαλλ. pot à ... + μίνιο) κουβαδάκι με μίνιο που κουβαλάνε οι υπεύθυνοι για έλεγχο αβαριών, ώστε να πασαλείψουν στα γρήγορα τις σκουριές με μίνιο και να δηλώσουν ότι αποστολή εξετελέσθη.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ψυχρός Διχασμός (κατά το Ψυχρός Πόλεμος), π.χ.:

Κάποιοι, μέσα κι έξω από τη χώρα, προσπαθούν να χυθεί αίμα (κυριολεκτικά) και έχουν ποντάρει τα ρέστα τους. Μέχρι πριν από λίγο καιρό δεν το πίστευα. Τώρα πια δεν είμαι και τόσο σίγουρος. Μοιάζει να θέλουν να αναβαθμίσουν τον Ψυχρό Διχασμό μνημονιακών-αντιμνημονιακών τουλάχιστον σε νέο Εθνικό Διχασμό, αν όχι και σε νέο Εμφύλιο. (Από ιδιωτική αλληλογραφία).
 

daeman

Administrator
Staff member
...
καλομελέτα: η ομελέτα με αβγά

κακομελέτα: η ομελέτα με αυγά

:mellow:
 

nickel

Administrator
Staff member
ρουμπινές ο 1 η στρόφιγγα της βρύσης, που ρυθμίζει τη ροή του νερού: Έστριψε απότομα το ρουμπινέ και το νερό τον έκανε μούσκεμα. 2 (λεξιπλ.) αυτός που αντλεί ευχαρίστηση από το να ρουμπώνει τους άλλους: Τι ρουμπινές είσαι, ρε αδερφέ μου! Άσε να ακουστεί και η γνώμη κανενός άλλου.

[1. Από το γαλλικό robinet < Robin το όνομα Ρομπέν επειδή ήταν όνομα που έδιναν στα πρόβατα και οι παλιές βρύσες είχαν το σχήμα κεφαλής προβάτου. 2. Από το ρουμπώνω «κερδίζω, αποστομώνω» < ρούμπος «βαθμός σε παιχνίδι» και μπινές «μοχθηρός άνθρωπος» < τουρκ. ibne «πούστης»]
 

SBE

¥
Εγώ ρομπινέ (ουδ.) την ήξερα τη βρύση, τις ελάχιστες φορές που έχω ακούσει τη λέξη.
 

nickel

Administrator
Staff member
αρπακολλάδικο το (εσφ. αρπακωλάδικο) ιστότοπος που αρκείται στη συσσωρευτική αντιγραφή ειδήσεων και άλλου περιεχομένου από άλλους ιστότοπους, με ελάχιστη ή και μηδενική προστιθέμενη αξία, στο πλαίσιο της τιμημένης πολιτικής τού άρπα-κόλλα (στην ιντερνετική, και κοπιπάστωμα).
 

nickel

Administrator
Staff member
Συνέταξαν για την περίπτωση του Χ. Παππά και κατηγουρητήριο ή λάθος άκουσα;
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Εγώ ρομπινέ (ουδ.) την ήξερα τη βρύση, τις ελάχιστες φορές που έχω ακούσει τη λέξη.
Κι εγώ μόνο το ρομπινέ ήξερα, τον ρουμπινέ πρώτη φορά τον ακούω.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Αν δεν άνοιγα, με την ευκαιρία, λεξικό θα ορκιζόμουν πως λέξη ρομπινέ (με όμικρον) δεν υπάρχει. :) Ούτε, αλλά μιλάμε ΟΥΤΕ, μία φορά δεν την έχω ακούσει έτσι, έτσι;
 

daeman

Administrator
Staff member
Φταίει που κάνεις παρέα με γαλλόφωνους. Ρουμπινές είναι εδώ.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
κάνουλα η [kánula] Ο27α : ξύλινη βρύση σε βαρέλι κρασιού. || (παρωχ.) βρύση ή ρουμπινές. ΦΡ ανοίγω / κλείνω την ~, αρχίζω / σταματώ τις άφθονες οικονομικές παροχές.
[μσν. κάνουλα αντδ. < υστλατ. cannula υποκορ. του canna (δες στο κάννη)]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ρομπινές ο [robinés] &
ρουμπινές ο [rubinés] Ο13 & ρομπινέ το [robiné] & ρουμπινέ το [rubiné] Ο (άκλ.): μηχανισμός που διακόπτει ή ελευθερώνει τη ροή υγρού (ή αερίου) μέσα από ένα σωλήνα· κάνουλα· (πρβ. διακόπτης): Aνοίγω / κλείνω το ρομπινέ.
[λόγ. < γαλλ. robinet και προσαρμ. στη δημοτ. κατά τα άλλα -e > -ές· [o > u] από επίδρ. του χειλ. ]

http://www.greek-language.gr/greekL...ica/search.html?lq=ρουμπινές&loptall=true&dq=


Από την άλλη, εγώ πρώτη φορά εδώ είδα ρομπινέ, παρότι ρουμπινέδες και έχω ανοιγοκλείσει αμέτρητες πια φορές και έχω επισκευάσει ή αλλάξει ουκ ολίγους. Μήτσος γαρ, ο πολυτεχνίτης.



Και για να μην είμαι οφτόπικ στις Λεξιπλασίες:

ρομπινές: ο μπινές[SUP]2[/SUP] που τ' όνομά του αρχίζει από ρο: Τι ρομπινές αυτός ο Ρούλης, δεν έχει αφήσει άνθρωπο να μην τον ρίξει.

ρουμπινές: η κάνουλα με ρουμπίνια: Ρε συ, αυτός τον φυσάει τον παρά, στο σπίτι του έχει ρουμπινέδες, με κάτι πετράδια να!

:p
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Γι' αυτό "ποτέ μη λες ποτέ". Κι εγώ δεν είχα ακούσει ποτέ "τον ρουμπινέ".
 

nickel

Administrator
Staff member
Σε άρθρο της Καθημερινής για διάφορους αστικούς μύθους της επικαιρότητας ανακάλυψα το αριστουργηματικό ορθογραφικό λάθος απωλήσεις, το οποίο δεν είναι τόσο σπάνιο όσο περίμενα αλλά έχει μεγαλύτερη αξία ως λεξιπλασία.

απώληση (η) (πληθ. απωλήσεις) η μη πραγματοποίηση ή ολοκλήρωση πώλησης, (πληθ.) κεσάτια, αναδουλειές: Άσε, από τη μια κλαίγονται οι μαγαζάτορες για τις απωλήσεις, από την άλλη οι υπάλληλοι για τις απολύσεις, στο τέλος μόνο το δικαστικό ρεπορτάζ θα έχει δουλειά.
 

nickel

Administrator
Staff member
κυνιτικότητα Όταν ο κυνισμός βρίσκει την κινητικότητα.
 
Top