Λεξιπλασίες (Nonce words)

Συγκαμ(μ)ένος = πολιτικός συνασπισμός (έως και κυβερνητικός) στον οποία συμμετέχει με πρωταγωνιστικό ρόλο ο Πάνος Καμ(μ)*ένος

*Δικό του το επίθετο, όπως θέλει το γράφει :whistle:
 
επισόδειο (το) το πρόσθετο και μη αναμενόμενο κομμάτι της σοδειάς που παίρνει ο παραγωγός σαν δώρο από το Θεό ή/και από τη φύση: Όλη η σοδειά πήγε καλά, αλλά αυτό που μας ικανοποίησε περισσότερο ήταν το επισόδειο.



Πηγή της έμπνευσης:
http://lexilogia.gr/forum/showthrea...-kai-metafrastikew-gkafew&p=138633#post138633
 
σκαρφαλοθήριο: προϊστορικό τετράποδο θηλαστικό με καλές αναρριχητικές ικανότητες, (συνεκδ.) (και σκαρφαλωτήρι): βρέφος οκτώ μηνών (περίπου) που, ενώ δεν μπορεί καλά-καλά να περπατήσει ακόμα, προσπαθεί συνεχώς να σκαρφαλώσει πάνω σε έπιπλα, τοίχους, ανθρώπους, τον εαυτό του...
 
σκαρφαλόσκαλο: ο πατέρας του ως άνω σκαρφαλοθηρίου οριζομένου συνεκδοχικώς, ήτοι σκαρφαλωτηριού.
 
σκαρφαλωσιά: οτιδήποτε χρησιμεύει στο προαναφερθέν σκαρφαλοθηρίο ως σκαλωσιά-πάτημα για ν' ανέβει ψηλότερα, ήτοι τα κάγκελα της κούνιας του, η καρέκλα στο σαλόνι, η μαμά του, ο μπαμπάς του, η βιβλιοθήκη με τα λεξικά.
 
σκαρφαλόσκαλο: ο πατέρας του ως άνω σκαρφαλοθηρίου οριζομένου συνεκδοχικώς, ήτοι σκαρφαλωτηριού.

ΣΥΝ. σκαρφαλοθήρας [σημ. συνηθίζεται επίσης το εσφ. σκαρφαλωθήρας· η εσφ. γραφή του με ω οφείλεται σε ισχυρή παρετυμολογική έλξη από τη λ. άλωση, την οποία επιχειρεί αδιάκοπα το ακάματο σκαρφαλοθήριο, να κατακτήσει όλα τ' αψηλά στην περιοχή της δράσης του]

Προσοχή επιβάλλεται κατά τη γραφή τής λ. σκαρφαλωτήρι ανωτύρω, διότι το σκαρφαλοτύρι είναι άλλο πράγμα:
3443799015_3cdbb92668_z.jpg
 
σκαρφαλόσκαλο: ο πατέρας του ως άνω σκαρφαλοθηρίου οριζομένου συνεκδοχικώς, ήτοι σκαρφαλωτηριού.

σκαρφαλωσιά: οτιδήποτε χρησιμεύει στο προαναφερθέν σκαρφαλοθηρίο ως σκαλωσιά-πάτημα για ν' ανέβει ψηλότερα, ήτοι τα κάγκελα της κούνιας του, η καρέκλα στο σαλόνι, η μαμά του, ο μπαμπάς του, η βιβλιοθήκη με τα λεξικά.

ΣΥΝ. σκαρφαλοθήρας [σημ. συνηθίζεται επίσης το εσφ. σκαρφαλωθήρας· η εσφ. γραφή του με ω οφείλεται σε ισχυρή παρετυμολογική έλξη από τη λ. άλωση, την οποία επιχειρεί αδιάκοπα το ακάματο σκαρφαλοθήριο, να κατακτήσει όλα τ' αψηλά στην περιοχή της δράσης του]

:lol::lol::lol::clap::clap::clap::clap::clap:
 
Και Κιλογουότ η μονάδα μέτρησης της άγνοιας. :p

κιλογουότ (το) μονάδα μέτρησης της άγνοιας.


Με την ευκαιρία, ποιο είναι το νήμα όπου μπορώ να αναρωτηθώ κατά πόσο τα πασχάλια βγήκαν από το «πας χάλια» χωρίς να παρεξηγηθώ;
 
σοχαζοπούλι (το) το έξυπνο πουλί που πιάνεται από τη μύτη [ΕΤΥΜ. < so + χαζό + πουλί]
 
Η λεξιπλασία δεν είναι ούτε καινούργια ούτε ήμουν εγώ ο πρώτος που τη σκέφτηκε, αλλά με τα πρόσφατα καμερονέζικα τερτίπια δεν μπορείς ν' αποφύγεις να τη σκεφτείς:

αντιτιτανικός ορός = εμβόλιο κατά της ναυτίας που προκαλείται απ' οτιδήποτε έχει σχέση με την εκμετάλλευση του ναυαγίου του Τιτανικού
 
hellenicούρα, η = η μανία να αυτοαποκαλούνται Hellenes οι Έλληνες στα αγγλικά.
 
hellenicούρα, η = η μανία να αυτοαποκαλούνται Hellenes οι Έλληνες στα αγγλικά.
:D

helleniκουρά: το κούρεμα στο κέντρο νεοσυλλέκτων (κόλαση τo δάσος των κεκαρμένων στα χελλενικά στρατά).
 
Μήπως να λέγαμε καλύτερα (το) σεξεμές (κατά το εσεμές);

σερσεμές: το εσεμές αναζήτησης | (παρωχ.) το ανόητο εσεμές

εξευμεσεμές: το εσεμές εξευμενισμού

εσεμώ (μτβ.): στέλνω εσεμές σε κάποιον (text somebody).
Σ' εσεμώ όλη τη μέρα, μα εσύ μου βρέχεις πέρα. Σου εσέμησα, αλλά δεν απάντησες (σ' εσέ, μα φαμ).
ΦΡ Εσεμέ λα φαμ πουρ σερσέ λα φαμ. Σ' εσεμούσα, σ' εσεμούσα κι όλη νύχτα καρτερούσα. Θα σου εσεμέσω λεπτομέρειες. Σεσέμησα, εσεσεμήκειν, σεσεμηκώς έσομαι.
 
σερσεμές: το εσεμές αναζήτησης | (παρωχ.) το ανόητο εσεμές

εξευμεσεμές: το εσεμές εξευμενισμού

εσεμώ (μτβ.): στέλνω εσεμές σε κάποιον (text somebody).
Σ' εσεμώ όλη τη μέρα, μα εσύ μου βρέχεις πέρα. Σου εσέμησα, αλλά δεν απάντησες (σ' εσέ, μα φαμ). ΦΡ Εσεμέ λα φαμ πουρ σερσέ λα φαμ. Σ' εσεμούσα, σ' εσεμούσα κι όλη νύχτα καρτερούσα. Θα σου εσεμέσω λεπτομέρειες. Σεσέμησα, εσεσεμήκειν, σεσεμηκώς έσομαι.



Εδώ εφιστάται η προσοχή, ώστε να μη συγχέεται το επίθετο εσεμετικός με το εσεμεσεμετικός --το πρώτο έχει να κάνει με αυτό καθαυτό το εσεμέ (του εσεμού; ) ενώ το δεύτερο είναι το εμετικό εσεμέ(ν), ήγουν ένα εσεμέ που προκαλεί αηδία λόγω γλοιώδους περιεχομένου, δουλοπρέπειας-επιπέδου-σλουρπ-σλουρπ, συνδρόμου γραμματοσήμου κλπ.
 
Εδώ εφιστάται η προσοχή, ώστε να μη συγχέεται το επίθετο εσεμετικός με το εσεμεσεμετικός --το πρώτο έχει να κάνει με αυτό καθαυτό το εσεμέ (του εσεμού; ) ενώ το δεύτερο είναι το εμετικό εσεμέ(ν), ήγουν ένα εσεμέ που προκαλεί αηδία λόγω γλοιώδους περιεχομένου, δουλοπρέπειας-επιπέδου-σλουρπ-σλουρπ, συνδρόμου γραμματοσήμου κλπ.

το εσεμές, του εσεμούς, τα εσεμή, των εσεμών (βλ. εκκρεμές)
[σημ. να μη συγχέεται με το αρσ. εσεμές (ο): ο μανιώδης αποστολέας εσεμές, ΣΥΝ τεξτάκιας]

εξεμές: το εμετικό εσεμές | το εσεμές χωρισμού, εξόδου από σχέση
 
πείθωνας = αυτός που πείθει κάποιον με ασφυκτικά πιεστικά επιχειρήματα, διλήμματα κττ
πείθηκος = αυτός που πείθει κάποιον με μαϊμουδιές κ.ά. τέτοια κόλπα
απείθανος = αυτός που δεν πείθεται με τίποτα

πηγή έμπνευσης: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?11230-persuader
 
πείθωνας = αυτός που πείθει κάποιον με ασφυκτικά πιεστικά επιχειρήματα, διλήμματα κττ
πείθηκος = αυτός που πείθει κάποιον με μαϊμουδιές κ.ά. τέτοια κόλπα
απείθανος = αυτός που δεν πείθεται με τίποτα

πηγή έμπνευσης: http://lexilogia.gr/forum/showthread.php?11230-persuader

μπρωθτά, το αντίθετο του πείθω :whistle:
 
Δλδ πώς καλούνται τα κολλητά επιχειρήματα που πείθουν; :inno:



Πειθόλογα!
Παράδειγμα (Άθε ρε φίλε, πε πέθανε θτα πειθόλογα η γκόπετα. Εγώ τηθ έλεγα, πεθ που, πωρό που, τι θου κάτω, τι θου κάτω; Κι εκείτη πε απαττούθε: πειθόλογα, πειθόλογα!!! Θυτετόηθη πηδέτ!)
 
Back
Top