Λεξιπλασίες (Nonce words)

κουοτέτσι (το) - ιστότοπος ειδικευμένος σε πραγματικά (και πολλές φορές ανύπαρκτα ή κατασκευασμένα) τσιτάτα διάσημων προσωπικοτήτων. Συνώνυμα τσιτατότοπος (ο), τσιτατάδικο (το).
 
αορολογία = ορολογία που περιλαμβάνει όρους κενού περιεχομένου (το φαινόμενο απαντάται κυρίως στον χώρο των ανθρωπιστικών επιστημών).
 
Το πολίτευμα του Μεγάλου Δουκάτου του Λουξεμβούργου, αν θέλετε να ξέρετε, θα 'πρεπε να λέγεται «δουκοκρατία» :-)
 
Μια από τις αγαπημένες μου παραφθορές ενός όρου που έγινε της μόδας είναι η ανοησία αγέλης. Την ανοσία αγέλης θα αργήσουμε να την αποκτήσουμε. Την ανοησία αγέλης τη διαπιστώνεις, ισχυρή, αδυσώπητη, στα ΜΚΔ, ιδίως εκεί που πρώτα μιλά το κομματικό μίσος και μετά η νόηση.
 
FB_IMG_1604083457411.jpg
 
διαμπαλκονισμός (διαμπαλκονικός, αντιδιαμπαλκονικός, αντιδιαμπαλκονισμός)

Από τα σημερινά μεζεδάκια του Νίκου Σαραντάκου:

Πρόσεξα λοιπόν, σε είδηση από τη Θεσσαλονίκη, ότι η αστυνομία «διέλυσε διαμπαλκονική συναυλία». Ο όρος χρησιμοποιείται όχι μόνο στον τίτλο αλλά και στο άρθρο, πχ.: Στη διαμπαλκονική συναυλία με άρπες, τρομπέτες, ντραμς και πιάνο, κατέφθασε πλήθος κόσμου που απολάμβανε τις μελωδίες από το πεζοδρόμιο, ενώ οι κάτοικοι της γειτονιάς βγήκαν στα μπαλκόνια προκειμένου να ακούσουν την πρωτότυπη μουσική παράσταση από τα μέλη της Πρωτοβουλίας της Γειτονιάς Αλεξάνδρου Σβώλου.
Αναρωτιέμαι αν ο όρος υπήρχε από την πρώτη καραντίνα, της άνοιξης, και δεν τον είχα προσέξει τότε. Πάντως μου αρέσει η λέξη, και θυμίζει και τη «διαβαλκανική» (συνεργασία ή οτιδήποτε άλλο).
Και όπως είπα σε φίλο που μου κοινοποίησε την είδηση, «ο αντιδιαμπαλκονισμός δεν θα περάσει».
 
μεταιωρείται
ένα ορθογραφικό λάθος τόσο μεστό νοήματος που νιώθω την επιθυμία να το υιοθετήσω

Η πολιτική είναι υποχρεωμένη να ισορροπεί και να μεταιωρείται ανάμεσα στο δέον και το εφικτό.
 
Αντιθέτως Δρ. Το partare πρόκειται γλωσσολογικά για λέξη που ετυμολογείται από τα Ελληνικά. ?
 
Ράπισμα
Η τυχαία σφαλιάρα που δέχεται ή δίνει κανείς από τις ξέφρενες και ενθουσιώδεις χειρονομίες κατά τη διάρκεια ραπ χορού.

Αγγλιστί: rap slap
 
Κορονοτραγουδία
(Συνήθως χρησιμοποιείται ειρωνικά?).

Η παρωδία τραγουδιού εμπνευσμένη από τον κορονοϊό.

 
Last edited:
μιθριδατισμός (ο) βαθμιαία εξοικείωση του ανθρώπου στον χυδαίο αντιπολιτευτικό λόγο
 
Καλό, δόκτορα! Εμένα πάντως με παραπέμπει σ’ εκείνους τους ρυθμούς που μου τη σπάνε. Συνήθως όταν κάποιος τραγουδιστής τραγουδάει εκτός ρυθμού και πολλές φορές σέρνει όλο το συγκρότημα μαζί του.
 
δακρυλόγος (ο) ειδικός για τους λόγους που δακρύζουν κάποιες εικόνες.

Σύμφωνα με τα Νέα, το Βήμα και άλλες εφημερίδες, «Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο λόγος για τον οποίο η εικόνα [της Παναγίας στον ναό του Αγίου Δημητρίου στον Βύρωνα] δακρύζει είναι ότι συμπάσχει με τα παιδιά της, δηλαδή όλους τους ανθρώπους».

Στείλτε μου γρήγορα έναν τέτοιο ειδικό να μου πει αν κλαίω από τα γέλια ή από την απελπισία. :rolleyes:
 
δακρυλόγος (ο) ειδικός για τους λόγους που δακρύζουν κάποιες εικόνες.

Σύμφωνα με τα Νέα, το Βήμα και άλλες εφημερίδες, «Οι ειδικοί εκτιμούν ότι ο λόγος για τον οποίο η εικόνα [της Παναγίας στον ναό του Αγίου Δημητρίου στον Βύρωνα] δακρύζει είναι ότι συμπάσχει με τα παιδιά της, δηλαδή όλους τους ανθρώπους».

Στείλτε μου γρήγορα έναν τέτοιο ειδικό να μου πει αν κλαίω από τα γέλια ή από την απελπισία. :rolleyes:

273714168_3051887851725545_3740155887434399147_n.jpg
 
δωσίκωλος
(υποτιμητ.) αυτός που δίνει κώλο

(κυριολεκτική χρήση): ευφυολόγημα της Μαρίκας Κοτοπούλη
Αμέσως μετά την Κατοχή συγκροτήθηκαν επιτροπές σε κάθε οργανισμό του Δημοσίου, για να ελέγξουν αν μεταξύ των υπαλλήλων υπήρχαν δωσίλογοι για να τους διώξουν. Η Μαρίκα Κοτοπούλη ήταν μέλος μιας τέτοιας επιτροπής της Λυρικής Σκηνής. Όταν αναφέρθηκε το όνομα ενός πασίγνωστου χορογράφου και χορευτή, που ήταν ομοφυλόφιλος, η μεγάλη ηθοποιός αναφώνησε: «Καλέ, αυτός δεν είναι δωσίλογος, απλά δωσίκωλος!».

(μεταφ. χρήση): υποχωρητικός, ενδοτικός, ηττοπαθής

... πώς βρεθήκαμε ξαφνικά με τόσους δωσίκωλους πρώην αξιωματικούς στον περίγυρο; Αυτοί προστάτευαν τη χώρα;
Γιάννης Πρετεντέρης, Τα Νέα, 26-27 Μαρτίου 2022, σ. 11.
 
Πολλές λεξιπλασίες στο άρθρο του in.gr με τον τίτλο «Λέξεις που λείπουν από τα λεξικά». Μου αρέσουν οι παρακάτω επειδή βγάζουν λίγο γέλιο ή θα μπορούσαν να είναι χρήσιμες:

τουρτουρισµός, ο ο φτωχός τουρισμός τη χειμωνιάτικη περίοδο.
γηραλέων ηλικιωμένος ο οποίος αισθάνεται δυνατός.
φυρδηνµίγδης, ο αυτός που τα έχει όλα ανακατωμένα και δεν μπορεί να ξεχωρίσει τίποτα.
αρρωστούργημα, το αυτονόητο
δραχμογενιά, η μια από τις γενιές που μεγάλωσαν με τη δραχμή ως επίσημο νόμισμα της Ελλάδας και ό,τι σήμαινε το να έχουμε νόμισμα με κυμαινόμενη ισοτιμία με τα ισχυρότερα νομίσματα
Pax Putana (κατά το Pax Romana) Pax; Ποια Pax;
ορχέστρα η Δεν υπάρχει ορισμός, οπότε φανταστείτε ό,τι θέλετε.
ερπετόριο το Ditto

Υπάρχουν κι άλλα στο άρθρο, οπότε διαβάστε εκεί μήπως βρείτε κι άλλα που θα αρέσουν σε σας.
 
Back
Top