...
συρίζω:
(I)
και συρίττω ΝΜΑ, και σουρίζω και σουρώ, -άω, Ν, και δωρ. τ. συρίσδω Α
[σῡριγξ, σύριγγος]
1. παράγω οξύ ήχο φυσώντας με σφιγμένα τα χείλη ή μέσα σε κατάλληλο όργανο, σφυρίζω
2. (γενικά) εκβάλλω οξύ ήχο
(α. «ο άνεμος εσύριζεν εις την οπήν τού σπηλαίου», Παπαδ. β. «συριζόντων κατά...