It certainly is, but:
τριβή [...] 2. (μτφ.) α. η πείρα που αποκτά κάποιος ύστερα από μακροχρόνια άσκηση σε ένα επάγγελμα.
Once upon a time:
τρίβων, ὁ, ἡ, ως επίθ., 1. ασκημένος ή έμπειρος σε κάτι, με γεν., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. απόλ., άνθρωπος πανούργος, πολυμήχανος και απατεώνας, σε...