metafrasi banner

false friends, faux amis, ψευδόφιλες μονάδες, ψευδόφιλες λέξεις, ψευτοφίλες

chiropodist

The New York College of Podiatric Medicine notes that by 1911 the New York School of Chiropody had been created, dedicated to educating and training chiropodists. Maurice J. Lewi, a physician and educator, then serving as Secretary to the New York State Board of Examiners, was named the first president of the school. Lewi assisted in developing the first legislation governing the practice of chiropody. He also developed the curricula and training programs for the first course of study at the school.

Lewi was the first to suggest that the term "chiropody" be changed to "podiatry", since the term "chiropody" was considered by some to be etymologically incorrect. Some years later, the term "podiatry" was adopted by all other colleges of podiatric medicine and by the National Association of Chiropodists (NAC), now known as the American Podiatric Medical Association.

Within the United Kingdom, the titles “podiatrist” and “chiropodist” are to some extent interchangeable. Although the UK government-appointed regulator acknowledges both titles and makes no distinction between them, they are used differently within the occupation. 'Podiatrist' is a reserved title in the UK, meaning that it can only be used by those registered with the Health Professions Council. Inside the profession, chiropody is used to suggest the routine processes of foot care, whilst podiatry is indicative of the higher skills and academic levels.

Wiki
To βρετανικό σωματείο τους είναι ενιαίο: Chiropodists and Podiatrists

(Mag.) πρόσωπο ειδικευμένο στην υγιεινή των ποδιών, ποδοκόμος, κν. πεντικιουρίστας
Τον podiatrist / ποδίατρο δεν τον έχει.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Nervous, δεν πρέπει να αποδίδεται ως νευρικός όταν η έννοιά του είναι in a state of anxiety or uneasiness. Π.χ. όταν μιλάμε για το τρακ που έχει ένας ηθοποιός πριν από την παράσταση ή για το άγχος που έχει ένας μαθητής πριν από τις εξετάσεις, ένα λάθος που συναντιέται συχνά στον υποτιτλισμό είναι ο αγγλισμός νευρικός, ενώ το σωστό θα ήταν τρακαρισμένος ή αγχωμένος.

Στα ελληνικά το επίθετο νευρικός όταν χαρακτηρίζει ανθρώπους σημαίνει:
2α. που έχει σχέση με ένα ευερέθιστο νευρικό σύστημα και με την επίδρασή του στην ψυχική και στη σωματική κατάσταση του ατόμου: Eίναι ~ χαρακτήρας. Έπαθε νευρικό κλονισμό / νευρική κρίση / κατάπτωση. Nευρικό γέλιο / τικ. Nευρικοί πόνοι / πονοκέφαλοι. Nευρικές κινήσεις. || (ως ουσ., προφ.) το νευρι κό, έντονες νευρικές εκδηλώσεις: Tον έπιασε πάλι το νευρικό του. β. (για πρόσ.) που δεν ελέγχει εύκολα τις συναισθηματικές του αντιδράσεις, που δεν μπορεί να διατηρήσει την ψυχραιμία του. ANT ήρεμος: Eίναι ~ άνθρωπος. Nευρική γυναίκα. Nευρικό παιδί. H ζωή στις πόλεις κάνει τους ανθρώπους νευρικούς. || (ως ουσ.) ο νευρικός, θηλ. νευρική & νευρικιά. || (για ζώο) ανήσυχος: Tο σκυλί είναι νευρικό.
 

Zazula

Administrator
Staff member
adianoeta = μια μορφή δισημίας
αδιανόητα = pl. n. of adj. αδιανόητος 1. unintelligible, incomprehensible, inconceivable 2. not understanding, silly, not able to think, unthinking, unreflecting (also adv.)
 

Anni

New member
Να βάλω και μερικά γαλλικούλια;

"crayon" στα ελληνικά "μολύβι" και όχι "κραγιόν" που ο γαλλικός όρος είναι "rouge à lèvres"
"robe" στα ελληνικά "φόρεμα", και όχι "ρόμπα" που ο γαλλικός όρος είναι "robe de chambre"
"biscotte" στα ελληνικά "φρυγανιά" και όχι "μπισκότο" που ο γαλλικός όρος είναι "biscuit"
Αυτό εδώ είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον! "caleçon" σημαίνει "ανδρικό εσώρουχο" και όχι "καλσόν" ο γαλλικός όρος είναι "collant pour dames"
"proxénète» σημαίνει “προστάτης” γυναικών και όχι "προξενητής που ο γαλλικός όρος είναι "entremetteur"
"doryphore" είναι είδος βλαβερού εντόμου και όχι "δορυφόρος" που ο γαλλικός όρος είναι "satellite"
"atomique" στα ελληνικά αποδίδεται ως "πυρηνικός" ή "ο έχων σχέση με το άτομο" (χημεία) και όχι "ατομικός" που ο γαλλικός όρος είναι "personnel"
"caramel" στα ελληνικά σημαίνει "καραμέλα γάλακτος/βουτύρου" και όχι "καραμέλα που ο γαλλικός όρος είναι "bonbon"
Και από τα πιο αγαπημένα μου "bifteck " σημαίνει "μπριζόλα" και όχι "μπιφτέκι" που ο γαλλικός όρος είναι "boulette"
 

Zazula

Administrator
Staff member
Τα παραδείγματα από τη γαλλική μού θύμισαν και το serviette: χαρτοφύλακας | πετσέτα φαγητού. Πετσέτα φαγητού είναι το serviette και στην αγγλική, κι όχι σερβιέτα.

Επίσης η γαλλική έχει και το διάσημο ψευδόφιλο με το αγγλικό digital (στη σημασία "ψηφιακός"), το οποίο στα γαλλικά είναι numérique, ενώ τα δύο digital ταυτίζονται μόνο στη σημασία "δακτυλικός".

Για το γαλλ. atomique να προσθέσω ότι το ίδιο ισχύει και με το αγγλ. atomic.
 
Πολύ ωραία η προσθήκη της Anni με τα γαλλικά ψευδόφιλα (καθημερινής κυρίως χρήσης). Ας μου επιτραπεί, μόνο, μια μικρή απορία/ επισήμανση: το "boulette" νομίζω ότι φέρνει περισσότερο στον δικό μας κεφτέ. Αυτό που αντιστοιχεί στο ελληνικό μπιφτέκι είναι το "steak haché".
 

Anni

New member
Έχεις δίκιο, Rogiero, αλλά να σημειώσουμε πως τα boulette είναι πιο μεγάλα από τον δικό μας κεφτέ και ελάχιστα πιο μικρά αν όχι ίδια σε μέγεθος με τα μπιφτέκια. Αλλά το steak hache είναι αστείο έτσι όπως το προφέρουν οι Γάλλοι.

Επίσης, άλλο ένα ενδιαφέρον είναι το "soutien" που σαημαίνει "στήριγμα και όχι "σουτιέν", το οποίο στα γαλλικά είναι "soutien-gorge".

Και για όσους ενδιαφέρονται, αυτός είναι ένας ενδιαφέρον κατάλογος γαλλοαγγλικών ψευδόφιλων http://www.anglaisfacile.com/pages/images/fauxamis.php
 

SBE

¥
Επίσης, άλλο ένα ενδιαφέρον είναι το "soutien" που σαημαίνει "στήριγμα και όχι "σουτιέν", το οποίο στα γαλλικά είναι "soutien-gorge".

Σουτιέν λα κομπιναιζόν, που λέγαμε παλιά στα Γαλλικά :)
 

Zazula

Administrator
Staff member
propaedia = outline of knowledge
προπαίδεια = ο πίνακας των γινομένων των αριθμών από το 1 ως το 10
(Στην αρχαία: προπαιδεία = τα προπαρασκευαστικά μαθήματα που έπρεπε να διδαχθεί ο μαθητής προτού παρακολουθήσει τη διαλεκτική.)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Theatertheatre) δεν είναι πάντα το θέατρο. Πολύ συχνά είναι ο κινηματογράφος (ή λαϊκότ. σινεμάς), καθώς επίσης και το αμφιθέατρο.

Επίσης, με αφορμή το robe που είπε η Anni, στα αγγλικά το robe μπορεί να δηλώνει και το bathrobe — το οποίο παρεμπ είναι μπουρνούζι και όχι "ρόμπα μπάνιου" (εκτός πια κι αν έχουμε τόσο πρόβλημα ύφους με αυτό το τουρκόηχο αντιδάνειο :D).
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Theatertheatre) δεν είναι πάντα το θέατρο. Πολύ συχνά είναι ο κινηματογράφος (ή λαϊκότ. σινεμάς), καθώς επίσης και το αμφιθέατρο.
Και theatrical translation: Κινηματογραφική μετάφραση, δηλ. υποτιτλισμός ταινίας για να προβληθεί στους κινηματογράφους.
Theatrical release: Η προβολή ταινίας στους κινηματογράφους.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Μου κάνει εντύπωση που δεν έχουμε καταπιαστεί ακόμη σε τούτο 'δώ το νήμα με το ethic (και τα work ethic κλπ). Κανείς εθελοντής; :D

Πάντως ethical drug = συνταγογραφούμενο φάρμακο, όχι "ηθικό"! :) Άντε το πολύ, αν όντως αναφέρεται σε κάτι τέτοιο (δηλ. τον εθισμό), να το πεις εθιστικό ναρκωτικό / φάρμακο — κι όχι «τα ηθικά φάρμακα όπως οι αμφεταμίνες» (!) ή, σε γκάφα ολκής για κείμενο της ΕΕ (πρόκειται για την 2003/2/ΕΚ), να γράφεις επισήμως ότι «η Eisai Co. Ltd που είναι εγκατεστημένη στην Τόκιο, είναι ηγετική ιαπωνική εταιρεία παραγωγής φαρμακευτικών προϊόντων εξειδικευμένη στα "ηθικά" φάρμακα.»... Το ότι βάζεις το ηθικά σε εισαγωγικά δεν σε σώζει με τίποτα! :rolleyes:
 

Zazula

Administrator
Staff member
Πολλά ψευδόφιλα μεταξύ της ελληνικής και της αγγλικής γλώσσας προκύπτουν από το γεγονός ότι μια ελληνικής προέλευσης λέξη ή ρίζα χρησιμοποιήθηκε στην αγγλική με μια συγκεκριμένη σημασία, ενώ η αντίστοιχη ελληνική λέξη έχει πλέον σήμερα και άλλες (ή μόνο άλλες) σημασίες. Αρκετά τέτοια παραδείγματα μπορείτε να βρείτε σε προηγούμενες αναρτήσεις σε τούτο το νήμα, και προσθέτω άλλο ένα:

diaspora "a group that has been dispersed outside its traditional homeland" = διασπορά
διασπορά = 1. "διάδοση" propagation, dissemination, spreading 2. "μετακίνηση αλλού | διασκορπισμός | απομάκρυνση | αραίωση" dispersion, scattering, interspersion, (στρατ. / βιολ.) dispersal
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
paranoid:
1. Relating to, characteristic of, or affected with paranoia.
2. Exhibiting or characterized by extreme and irrational fear or distrust of others: a paranoid suspicion that the phone might be bugged.

Στα ελληνικά παρανοϊκός, αυτός που πάσχει από παράνοια, στα αγγλικά έχει και δεύτερη σημασία υπερβολικά καχύποπτος.

παρανοϊκός: 1. που ανήκει ή που αναφέρεται στην παράνοια: Παρανοϊκή ψύχωση / ιδέα. || (επέκτ.) παράλογος, τρελός: Παρανοϊκή κατάσταση / συμπεριφορά. Παρανοϊκή γυναίκα. 2. (ως ουσ.) ο παρανοϊκός: α. αυτός που πάσχει από παράνοια. β. παράλογος, τρελός: Έμπλεξα μ΄ έναν παρανοϊκό. παρανοϊκά EΠIPP. [λόγ. παράνο(ια) -ικός μτφρδ. γαλλ. paranoiaque (< paranoia = παράνοια)]

Δηλαδή, ενώ και στα ελληνικά μπορούμε να χαρακτηρίσουμε μεταφορικά παρανοϊκό κάποιον που εκδηλώνει παράλογη συμπεριφορά, στα αγγλικά αυτή η παράλογη συμπεριφορά περιορίζεται αποκλειστικά στην καχυποψία όταν λέμε he is paranoid.
 
Top