Σαν το Μπαρμπάντος είναι η Ονδούρα, στα ισπανικά Honduras, που σημαίνει «βάθη». Στα ελληνικά έγινε κατευθείαν ένας ταπεινός ενικός. Ελάχιστοι πληθυντικοί κυκλοφορούν σε σελίδες του διαδικτύου.
Asystole: A dire form of cardiac arrest in which the heart stops beating and there is no electrical activity in the heart. As a result, the heart is at a total standstill.
1) ασυστολία, η και ασυστολή, η (ουσ.) [< στερ. α + συν + στολή < στέλλω] (ιατρ.) η ανεπαρκής συστολή της καρδιάς που οφείλεται στην αλλοίωση των μυϊκών ινών της
(Ετυμολογικό και ερμηνευτικό λεξικό της Ελληνικής Γλώσσας)
ασύστολος -η -ο [asístolos] Ε5: (λόγ.) αδιάντροπος, συνήθ. Aσύστολα ψεύδη, πολύ μεγάλα, χονδροειδή, που λέγονται χωρίς ντροπή. ασύστολα & (λόγ.) ασυστόλως ΕΠIΡΡ: Ψεύδεται ~.