Ωραία Ιζαμπώ, και κρατιέται ακόμα, παρά τα χρονάκια της.
Εκ των υστέρων βέβαια ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι το μυθιστόρημα γράφτηκε και για ένα λόγο ακόμη πέρα από την αγνή απόλαυση της ανάγνωσης μιας ιπποτικής ιστορίας που εκτυλίσσεται στα δικά μας χώματα. Όχι ότι αυτό αφαιρεί από τη δεξιοτεχνία του συγγραφέα.
Αλλά μια που γίνεται συζήτηση, θυμάμαι πως έχω απολαύσει ένα ιστορικό μυθιστόρημα γραμμένο από Εγγλέζο γι' αυτήν ακριβώς την εποχή και τον τόπο, που είναι, να το πω έτσι, η πίσω μεριά του καθρέφτη της Ιζαμπώς. Λέγεται
Lord Geoffrey's Fancy, και ο συγγραφέας
Alfred Duggan.
Διηγείται το βίο ενός Φράγκου ιππότη, που ζει τα ίδια γεγονότα από την εκ διαμέτρου αντίθετη άποψη. Είναι ιστορικά ακριβές (ο συγγραφέας έχει κάνει το διάβασμά του*), και κυρίως είναι γραμμένο ανάλαφρα και με εύθυμη διάθεση, και καταφέρνει να μεταδώσει στον αναγνώστη πάνω απ' όλα την αίσθηση της κομψής ανεμελιάς της ιπποτικής κοινωνίας. Άλλωστε, ας μην ξεχνάμε, οι Φράγκοι του Πριγκιπάτου του Μορέα (της Ρωμανίας, όπως επιμένει ο συγγραφέας) περηφανεύονταν ότι καλλιεργούσαν τα ήθη και τον πολιτισμό τους σε τόσο υψηλό επίπεδο που δεν είχαν να ζηλέψουν ούτε την αυλή του βασιλιά της Γαλλίας.
Διαβάζω
εδώ:
In Lord Geoffrey's Fancy Alfred Duggan introduces us to 13th-century Greece under the rule of Frankish knights. All the geography and ethnography of that place is refracted through the language and sensibility of these knights. Athens is “Satines”; Corinth is “Chorinte”; the natives are “Grifons” (Greeks) or “Esclavons” (South Slavs). The effect is to render the whole story as taking place in a completely imagined world, a Tolkeinian fantasy without the magic; yet the history is sound and well researched. At the end of the book, the narrator, returned to England, laments the passing of it all:
But I have seen it: the colours of western blazonry burning under the bright sun, castles of shimmering white marble, the Latin chant in the Cathedral of Our Lady of Satines, columns erected by the wise men of old and the soaring domes of the cunning Grifons. That life will never come again. It ought to be remembered.
Yes, it ought to be remembered — not just by archæologists and antiquaries, but by ordinary thoughtful men and women, seeking relief from the press of daily affairs in the productions of a gifted and informed imagination. There have been few historical imaginations better informed or more gifted than Alfred Duggan's.
Κι άλλη μια παρουσίαση από το
Kirkus Review
After the Fourth Crusade in 1204 French and Italian invaders created an ephemeral feudal kingdom that flourished for half a century on both sides of the Dardanelles. At that time the Greek Peloponnesus became the “mighty Frankish empire of Romanie” where baronial lords, their knights and vassals, engaged in a chilvalrous Mediterranean edition of Arthurian romance. Amidst complicated questions of homage, fealty, and fees, the Frankish nobles indulged themselves in fighting the schismatics and infidels of Wallachia, Turkey and Greece (the “Grifons”), as well as in the equally taxing vagaries of courtly love. As in his previous novels, Duggan transports us into an unfamiliar historical episode through the fictitious voice of an underling--here a landless, likeable knight in the household service of Lord Geoffrey de Bruyere, the “best Knight in all Romanie”. A gallant, charming young man, Sir Geoffrey wangles his way in and out of tourneys, civil wars, and crusades with the greatest medieval aplomb. Even a dishonorable flight to Italy with his chief castellan's wife (Lord Geoffrey's Fancy) cannot completely eradicate his somewhat self-concerned code of honor. As the narrator describes his life atop Sir Geoffrey's isolated castle, the most intricate of feudal finaglings in a foreign land are brought vividly to life. Animated by a connoisseur, the history may be obscure, but the knights and ladies make ever-tantalizing adventure.
Απ' όσο ξέρω, στην Ελλάδα ο Duggan είναι άγνωστος και δεν έχει επιχειρήσει κανείς να μεταφράσει το μυθιστόρημα. Βλέπω ότι το φέρνει στα αγγλικά ο
Παπασωτηρίου. Αλλά βρήκα και κατέβασα το κείμενο από
εδώ.
* Δύο μόνο χαριτωμένα λαθάκια θυμάμαι να έχω πιάσει: πρώτον, ότι η φιλεναδίτσα του ήρωα, Ελληνίδα χωριατοπούλα, έχει το επώνυμο Μελισσηνή (που ήταν ωστόσο όνομα μεγάλης αριστοκρατικής βυζαντινής οικογένειας), και δεύτερον, ότι σε επίσκεψή του στην Αθήνα, ο ήρωας εντυπωσιάζεται από το μικρό λευκό ξωκλήσι του Αϊ-Γιώργη στο λόφο του Λυκαβηττού (ενώ η αλήθεια είναι ότι το λευκό εκκλησάκι που γνωρίζουμε σήμερα χτίστηκε το 1870).
Υ.Γ. 1. Ιστότοπος για ιστορικά μυθιστορήματα, και ειδικότερα με θέμα τις Σταυροφορίες,
εδώ.
Υ.Γ. 2. Ο Lord Geoffrey της ιστορίας είναι ο
Αφέντης της Καρύταινας.