Νεολογισμοί (Neologisms)

Από το AlJazeera, λίγα λεπτά πριν ξεκουμπιστεί ο εν λόγω:

Mubarak (noun): a psychotic boyfriend/girlfriend that fails to understand it’s over; (verb) glue, as in “I will Mubarak a new poster to my room"
 
Από το AlJazeera, λίγα λεπτά πριν ξεκουμπιστεί ο εν λόγω:

Mubarak (noun): a psychotic boyfriend/girlfriend that fails to understand it’s over; (verb) glue, as in “I will Mubarak a new poster to my room"

Τέλειο! :p
 

pidyo

New member
Δεν ξέρω αν είναι το κατάλληλο νήμα (δεν βρίσκω ειδικό νήμα για πρωτολογισμούς, δεν πρόκειται για χιουμοριστική λεξιπλασία ή, τουλάχιστον, πρόκειται για κάτι παραπάνω), αλλά μόλις το διάβασα στου Δύτη, μου άρεσε πολύ και σπεύδω να το κατοχυρώσω πριν χαθεί στα ψηφιακά άχυρα:

διανηματικότητα, η: η αλληλοδιαπλοκή των σχολίων σε διαφορετικά νήματα ενός ιστολογίου (© by Βασίλης Νικολαΐδης [ναι, ο γνωστός]).
 
Εμ, Νικολαΐδης είναι αυτός.

(Διακαμαρικότητα, η κορφιάτικη εκδοχή, στο αμέσως επόμενο σχόλιο)
 

UsualSuspect

New member
η γκρούπα

Απευθείας σύνδεση με ειδήσεις ΑΛΤΕΡ και τον υπουργό Χρ. Παπουτσή που αναφέρεται στη δράση τρομοκρατικών ομάδων. Επιτρέψτε μου να το κλίνω:
η γκρούπα
της γκρούπας
τη γκρούπα

οι γκρούπες
(χωρίς γεν. πληθ.):)
τις γκρούπες
 

nickel

Administrator
Staff member
:D

Με την απαραίτητη διευκρίνιση: Ο γκρουπιέρης δεν είναι ο αρχηγός της γκρούπας, αλλά ο κρουπιέρης που έκλεψε τον ήχο του «ν» από το άρθρο.
 
Απευθείας σύνδεση με ειδήσεις ΑΛΤΕΡ και τον υπουργό Χρ. Παπουτσή που αναφέρεται στη δράση τρομοκρατικών ομάδων. Επιτρέψτε μου να το κλίνω:
η γκρούπα
της γκρούπας
τη γκρούπα

οι γκρούπες
(χωρίς γεν. πληθ.):)
τις γκρούπες

Είχαμε τα γκρουπούσκουλα, τώρα αναβαθμιστήκαμε... :rolleyes:
 

pidyo

New member
Η γκρούπα πάντως δεν είναι νεολογισμός, είναι δάνειο από το αριστερό λεξιλόγιο. Ακόμη και στα γκουγκλοβιβλία κείται, ήδη από τη δεκαετία του 1970.
 

pidyo

New member
Κατά το 'σέχτα', υποθέτω.

Ναι, όμως τα θηλυκά για τις ομάδες δεν αφορούν μόνο τους απ' έξω (γκρούπα, σέχτα) αλλά και τους μέσα (βλ. κόβα και αχτίδα). :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Και, επειδή η κόβα δεν υπάρχει στο ΛΝΕΓ:

κόβα η [kóva] O25α : σε κομμουνιστικό κόμμα, η οργάνωση βάσης. [λόγ. αρκτικόλ. κ(ομματική) ο(ργάνωση) βά(σης)] (ΛΚΝ)

Αν τα βάλουμε κάτω όλα αυτά, θα βρούμε ότι πολλά δεν είναι στα λεξικά.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Διάβασα σε περιοδικό, με αφορμή τη συζήτηση που γίνεται στο ΗΒ για την ταχύτητα κυκλοφορίας στα πεζοδρόμια της Oxford Street και το διαβόητο pavement rage (ναι, έπρεπε να ζήσουμε για να τ' ακούσουμε κι αυτό!), τον πρωτολογισμό πεζολωρίδα (ο γκλούγκλης δεν εμφανίζει ακόμη ευρήματα για πεζολωρίδες). Με το προηγούμενο των λεωφορειολωρίδων, απόλυτα λογικός μού φαίνεται ο σχηματισμός. Η δε σύναψη ταχεία πεζολωρίδα προσφέρει ευνοϊκό δείκτη μπλαμπλά για το ελληνικό αντίστοιχο του fast lane for pedestrians (επίσης: αργή πεζολωρίδα για το αντίθετο).
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Όντως, αν μου περιέγραφες αυτό το φαινόμενο χωρίς να διευκρινίσεις για ποιον δρόμο μιλάς, θα αναφωνούσα αμέσως: Oxford Street!
 

nickel

Administrator
Staff member
Τρελοκομείο η Όξφορντ Στριτ. Μια μέρα πριν από πέντε χρόνια, με αποκλεισμό της τροχαίας κυκλοφορίας. Άντε να τους χωρέσεις όλους αυτούς στα πεζοδρόμια. Αν είσαι άντρας, το να κάνεις τη διαδρομή από Τότεναμ Κορτ μέχρι Μαρμπλ Αρτς συνοδεύοντας γυναίκα είναι ένα από τα βασανιστήρια που περιγράφει ο Δάντης στην Κόλασή του.

 

nickel

Administrator
Staff member
Να βάλουμε κι εδώ το επιδραστικός, σαν απόδοση τού influential. Το πρωτοαναφέραμε εδώ.
 

pidyo

New member
σπασίδι, το: Ι1. (συχνά διαλεκτ.) θραύσμα κεραμικής ή οποιουδήποτε άλλου υλικού, που χρησιμοποιείται στην πλακόστρωση ή στην επένδυση μιας επιφάνειας: Πλακόστρωση αυλής με σπασίδια θυμιανούσικης, μαρμάρου, Kαρύστου και πέτρα περιοχής. | Πέρα και πώδε θράψαλα και πήλινα σπασίδια / για το λουτήρα ήτανε κομμάθια χρειασίδια. 2. (τεχνολ., ανεπίσημο) σπασμένο λογισμικό: Το 70% από τα σπασίδια έχει ιούς και το άλλο 30% είναι ύποπτο.
ΙΙ.1. (νεανική ιδιόλ.) Βίαιο επεισόδιο, ιδίως στη διάρκεια διαδήλωσης (συνών.: μπάχαλο, ντου): Ο τίμιος μικροαστούλης θα ανοίξει την τηλεόραση το βράδυ και θα δει τα σπασίδια στην πορεία και θα πει "βρε κοίτα τα παλιόπαιδα". 2.α. (νεανική ιδιόλ.) θορυβώδες, νεανικό γλέντι, ενίοτε συνοδευόμενο από παραβατική συμπεριφορά: Παίζαμε μουσική σε μια αποθήκη όλο το βράδυ, μιλάμε για τρελά σπασίδια. β. (νεανική ιδιόλ.) σε έκφραση επιδοκιμασίας, ιδίως για έργα τέχνης: Τρελό σπασίδι ο καινούριος δίσκος του Θανασάκη του Παπακωνσταντίνου.

Όσο κι αν μοιάζει παράταιρο το τελευταίο παράδειγμα, προέρχεται από σχόλιο στο youtube. Ας βάλουμε ένα τραγουδάκι λοιπόν (να η πραγματική αφορμή του λήμματος).

 

nickel

Administrator
Staff member
Μωρέ φάγαμε τώρα στα τελευταία λεπτά τέτοιο σπασίδι μέχρι να πάρει ο Παναθηναϊκός το έκτο...

Πάρα πολύ όμορφο. Τέτοιες αφορμές πάντα!
 

Cadmian

New member
E-bully: Ηλενταής, και,

E-bullying: Ηλενταηλίκι.


Τα καημένα τα ηλεγατάκια...
 

Zazula

Administrator
Staff member
τετραωρίτης, τετραωρίτισσα (ουσ.) γενικός όρος για τον μερικώς απασχολούμενο με εξαρτημένη σχέση εργασίας, προερχόμενη από το γεγονός ότι η συνήθης πρακτική είναι οι συμβάσεις για μισό οχτάωρο (δηλ. τετράωρο). Ευρήματα: 2230 αναφέρει (με τις γνωστές υπερβολές του) το γκουγκλ σήμερα, περιλαμβάνοντας μόνον τους τετραωρίτες (και τα τετραωρίτης / τετραωρίτη)· οι τετραωρίτισσες από την άλλη δεν εκπροσωπούνται τόσο έντονα (στα ευρήματα, εννοείται — διότι στην αγορά εργασίας εκπροσωπούνται μια χαρά), έχοντας μόλις 2 ευρήματα σήμερα για την τετραωρίτισσα και κανένα στις άλλες πτώσεις (δηλ. κ. τετραωρίτισσας / τετραωριτισσών).

Η λεκτική κατασκευή τετραωρίτης είναι απόλυτα φυσιολογική, παρόλο που δεν τυχαίνει να γνωρίζω (ούτε βρήκα ψάχνοντας μέχρι τώρα) άλλες λέξεις σε -ωρίτης από τη λ. ώρα· υπάρχουν λέξεις σε -χωρίτης / -χωρίτισσα από τη λ. χώρα και τις συναφείς με αυτήν απ' τη μια, και ο γνωστός μετεωρίτης, ο καλλικάντζαρος παρωρίτης και τα ψωρίτης / ψωρίτισσα (από τη λ. ψώρα) απ' την άλλη. Στο Αντίστροφο λεξικό (Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) βρήκα κι ένα διωρίτης και παραξενεύτηκα· «λες να φτιάχτηκε παλιότερα λέξη για όσους εργάζονται ένα δίωρο τη μέρα;» ήταν η πρώτη μου σκέψη (διότι κάτι τέτοιο θα αποδείκνυε ότι η γλώσσα είναι πιο μπροστά απ' τις εξελίξεις). Ωστόσο, απ' ό,τι φαίνεται, πρόκειται για λεξικογράφηση ενός ανορθόγραφου τύπου για τη λ. διορίτης· ο διορίτης είναι πέτρωμα η ονομασία του οποίου ετυμολογείται (μέσω της γαλλικής) από το ρ. διορίζω "διαχωρίζω (αρχική σημασία)".

Κοίτα να δεις πάντως πώς τα φέρνει η γλώσσα, που σου εμφανίζει διορισμούς και τετραωρίτες στην ίδια παράγραφο!
 
Top