metafrasi banner

Μη σταματάτε στην πρώτη σημασία τους — έχουν κι άλλες

Zazula

Administrator
Staff member
(Ελπίζω να μην έχω ήδη αναφερθεί στον όρο, αλλά χρειάστηκε μόλις να αλλάξω μια «στιγμή» σε «δυναμική»...)

Moment δεν είναι μόνο η «στιγμή», αλλά και η ροπή, η ορμή, η δυναμική. Το καταλαβαίνουμε από τα συμφραζόμενα. Όσο για την έκφραση «of great moment», αυτή σημαίνει «μεγάλης σημασίας / σπουδαιότητας».

Άμα δεν βαριέστε, διαβάζετε και την ιστορία της λέξης:
Βλ. κ. https://www.lexilogia.gr/threads/yo...άφες-και-μικρολαθάκια.29/page-221#post-149694
Αν και δεν θα έβαζα και την «ορμή» μέσα, διότι εύκολα κανείς μπορεί μετά να μπερδεύει το moment με το momentum.
 

Earion

Moderator
Staff member
minister δεν είναι μόνο ο υπουργός, είναι και ο θρησκευτικός λειτουργός.

minister [min-uh-ster] noun
1. a person authorized to conduct religious worship; member of the clergy; pastor.
2. a person authorized to administer sacraments, as at Mass.
 

Earion

Moderator
Staff member
lashes δεν είναι μόνο οι βουρδουλιές....



είναι και .....



τα τσίνορα
 
Μιας και πιάσαμε τους ναυτικούς, έλεγα να προσθέσω στη λίστα τη φράση «lash the wheel», που σημαίνει «δένω το τιμόνι» (χωρίς να ξέρω αν οι Έλληνες ναυτικοί το λένε κάπως αλλιώς αυτό), κάτι που δείχνει να γίνεται σε συνθήκες κακοκαιρίας ώστε να διατηρείται σταθερή η πορεία του σκάφους.

Τελικά έχει άσχετη προέλευση!
 

pontios

Well-known member
Είναι και αυτό...
"Steering wheel lash. The condition in which the steering wheel may be turned through some part of a revolution without associated movement of the front wheels."

You can also have/receive "lashings of lashes." Ouch!
Lashings of something means a large quantity or amount of it.
 
Last edited:

cougr

¥
Whilst we're at it we may as well mention that "lash" (variously written as LASH, LaSH, Lash or lash) is also a surgical procedure. Aka laparoscopic supracervical (subtotal) hysterectomy.
 

pontios

Well-known member
stock (noun)

1. Goods or merchandise kept for sale by a business, or a supply of something available for use or consumption:
Example: The supermarket's stock of canned goods was running low due to high demand.

2. Livestock or simply stock; farm animals bred and raised for agricultural purposes:
Example: The farmer's stock of cattle grazed peacefully in the meadow.

3. The capital or ownership shares of a corporation held by shareholders:
Example: He invested in the company's stock to become a partial owner.
Example: She purchased several shares of Apple stock to add to her investment portfolio.

4. A store or supply of something, usually for future use:
Example: The emergency shelter has a stock of blankets for the winter season.

5. The lineage or ancestry of a person or animal:
Example: The dog's stock includes champion bloodlines from several generations.

6. Soup stock or simply stock: The raw material from which something is made; the basic ingredients:
Example: The chef used a rich stock as the base for the soup.

7. Gunstock or often simply stock (the back portion of which is also known as a shoulder stock, buttstock or butt) is the wooden stock or support to which the barrel of a gun is attached.
 
Ο Μπόσνα πηγάζει από τριάντα καρστικές πηγές στο χωριό Βρούτσι στο πόδι του βουνού Ίγκμαν στα 500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Η τοποθεσία των πηγών ονομάζεται η "Άνοιξη του Μπόσνα" και είναι γνωστό μέρος για πικ-νικ από τους κατοίκους του Σαράγεβο. (Βικιπαίδεια, έμφαση δική μου)

Πρόκειται για το ποτάμι που έδωσε το όνομά του στη Βοσνία, αλλά εδώ εστιάζω στην κακομεταφρασμένη αγγλική λέξη spring, που εκτός από «άνοιξη» σημαίνει επίσης «πηγή» αλλά και «ελατήριο». Όλες αυτές οι λέξεις σχετίζονται με ρήμα που σημαίνει «πηδώ», καθώς τα φυτά την άνοιξη εμφανίζονται ή ξεπηδούν μέσα από τη γη, όπως το νερό μιας πηγής.

(Υπάρχει άλλωστε και σχετικό λογοπαίγνιο σε μνημονικό κανόνα για τη θερινή ώρα: «spring forward, fall back», δηλαδή τα ρολόγια γυρίζουν μία ώρα μπροστά την άνοιξη και μία ώρα πίσω το φθινόπωρο.)

Επίσης, το «πόδι του βουνού» συνηθίζουμε να το λέμε πρόποδες.
 
stock (noun) […]
Πολλές οι σημασίες. Stock λέγανε αρχικά τον κορμό ενός δέντρου, και η σημασία #5 προήλθε από εκεί (όπως αντίστοιχα προέκυψαν μεταφορικές σημασίες για τις λέξεις trunk —βλ. trunk line, trunk call— και stem).

Ενδεχομένως να προέκυψε έτσι η έννοια της βάσης, του κύριου μέρους από το οποίο προκύπτει κάτι μεγαλύτερο, και κατόπιν της περιουσίας γενικότερα (σημασίες #1–4, #6), αν και ίσως να μην ήταν τόσο απλή η εξέλιξή της. Από τον κορμό πάντως επεκτάθηκε η σημασία σε στύλους και δοκάρια, και σε τεχνικούς όρους για το ξύλινο μέρος που υποστηρίζει κάτι. Αυτό μπορεί να είναι το κοντάκι* ενός όπλου (σημασία #7), η περιστρεφόμενη δοκός από την οποία κρέμεται μια καμπάνα (headstock), και η ποδοκάκη, ανάμεσα στα δύο μέρη της οποίας σφηνώνονταν τα πόδια κάποιου για να τον εκθέσουν σε δημόσια ταπείνωση (stocks). Οι δε μεταφορικές σημασίες περιλαμβάνουν το stocky («γεροδεμένος» ή «κοντόχοντρος») και το laughing stock, το οποίο σήμαινε κάτι σαν «κούτσουρο, βλάκας» που αποτελούσε αντικείμενο χλευασμού.

(Υπάρχει και ενδιαφέρουσα σύνδεση με το stocking.)

Από την άλλη, για την κωμόπολη Γούντστοκ του Όξφορντσερ (γνωστή για το ομώνυμο μεσαιωνικό βασιλικό ανάκτορο, καθώς και για το νεότερο Ανάκτορο Μπλένεμ, έδρα των δουκών Μάρλμπορο και μνημείο της Ουνέσκο) βρίσκω ετυμολογίες «ξέφωτο στο δάσος», «οίκημα στο δάσος» ή απλώς «τόπος στο δάσος», και γενικώς μοιάζει να ξεκίνησε ως βασιλικό κυνηγετικό περίπτερο — αν είναι σωστός αυτός ο όρος για κάτι μεγαλύτερο από ένα απλό κιόσκι. (Λίγη ιστορία εδώ, αν δεν θέλετε να βασιστείτε στη Βικιπαίδεια.) Αυτό το όνομα μοιάζει δηλαδή να έχει προέλευση από αγγλοσαξονικό stoc που δεν σχετίζεται με το γνωστό stock. Το έμβλημα της πόλης όμως χρησιμοποιεί την εικόνα ενός πρέμνου ως οπτικό λογοπαίγνιο**, καθώς ο συνήθης όρος tree stump λεγόταν κάποτε και tree-stock, οπότε επιστρέφουμε στην ίδια λέξη.

Υπάρχουν άλλες μικρές πόλεις που πήραν το όνομα από εδώ, όπως το Γούντστοκ του Κονέκτικατ, όμως δεν μπόρεσα να βρω αν το πιο διάσημο απ' όλα, στην πολιτεία της Νέας Υόρκης, είχε την ίδια έμπνευση ή αν σχετιζόταν με την κοπή δέντρων. Σε κάθε περίπτωση, η πόλη έγινε γνωστή στις αρχές του 20ού αιώνα ως καταφύγιο καλλιτεχνών (και ακόμα είναι), και αυτό το μέρος είχαν στο μυαλό τους το 1969 οι οργανωτές του μουσικού φεστιβάλ του Γούντστοκ. Στην πραγματικότητα βέβαια, οι κάτοικοι της περιοχής ήταν αντίθετοι στην ιδέα και το φεστιβάλ άλλαξε χώρο αρκετές φορές πριν τελικά καταλήξει 65 χιλιόμετρα μακριά, στο Μπέθελ. Το όνομα πάντως ήταν αυτό που έμεινε, και για τους περισσότερους έχει συνδεθεί αποκλειστικά με αυτό το ορόσημο της μουσικής ιστορίας.

Και έτσι οι πιο ευφάνταστοι ανάμεσά μας, μαθαίνοντας για τη γέννηση του Ουίνστον Τσώρτσιλ στο Γούντστοκ —στο προαναφερθέν Ανάκτορο Μπλένεμ— θα σχηματίσουν ίσως στο μυαλό τους την απίθανη εικόνα του Βρετανού πρωθυπουργού ντυμένου ως παιδιού των λουλουδιών, παρότι ο άνθρωπος είχε πεθάνει από το 1965 και οπωσδήποτε δεν φαντάζομαι να έδειχνε ιδιαίτερη συμπάθεια στους χίπηδες!


* Στην ελληνική έχουμε και τον τύπο κοντάκιο, που αναφέρεται σε εκκλησιαστικό ύμνο. Φαίνεται πως κάποτε αυτοί τυλίγονταν γύρω από ξύλινη ράβδο, που ήταν η αρχική σημασία της λέξης.
** Τα λογοπαίγνια αυτού του είδους έχουν μεγάλη παράδοση στην εραλδική: για παράδειγμα, το Βερολίνο (Berlin) έχει ως έμβλημα την αρκούδα (Bär) εδώ και αρκετούς αιώνες, παρότι το όνομα έχει σλαβική ρίζα που ενδέχεται να σημαίνει «βάλτος».
 
Last edited:

Earion

Moderator
Staff member
Τα λογοπαίγνια αυτού του είδους έχουν μεγάλη παράδοση στην εραλδική: για παράδειγμα, το Βερολίνο (Berlin) έχει ως έμβλημα την αρκούδα (Bär) εδώ και αρκετούς αιώνες, παρότι το όνομα έχει σλαβική ρίζα που ενδέχεται να σημαίνει «βάλτος».
Αυτού του είδους τα οικόσημα (που κάνουν οπτικό παίγνιο, rebus, με τη σημασία του ονόματος) λέγονται φανερά ή ομιλούντα (αγγλικά canting arms, γαλλικά parlantes).
 

SBE

¥
To Blenheim Palace σύμφωνα με το λεξικό προφέρεται Μπλένιμ, blɛ́nɪm, ενώ σύμφωνα με κάθε Άγγλο που έχω συναντήσει και μου έχει πει ότι πήγε εκεί, Μπλέναμ, όπως Blenham. Τελικά πώς το λέμε στα ελληνικά; Σίγουρα κάποιος Έλληνας θα ήταν εκεί καλεσμένος και θα έγραψε ταξιδιωτικές εντυπώσεις (πέρα από τους δύο Έλληνες στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Σπένσερ-Τσώρτσιλ στα τέλη του εικοστού αιώνα, που σίγουρα τους γράψανε οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής).
 
To Blenheim Palace συμφωνα με το λεξικό προφέρεται Μπλένιμ, blɛ́nɪm, ενώ σύμφωνα με κάθε Άγγλο που έχω συναντήσει και μου έχει πει ότι πήγε εκεί, Μπλέναμ, όπως Blenham. Τελικά πώς το λέμε στα ελληνικά; Σίγουρα κάποιος Έλληνας θα ήταν εκεί καλεσμένος και θα έγραψε ταξιδιωτικές εντυπσεώις (περα από τους δύο Έλληνες στο γενεαλογικό δέντρο της οικογένειας Σπένσερ-Τσώρτσιλ στα τέλη του εικοστού αιώνα, που σίγουρα τους γράψανε οι ελληνικές εφημερίδες της εποχής).
Αν ήταν και ψηφιοποιημένες αυτές οι εφημερίδες, πολύ θα βόλευε.

Δηλαδή αν μετακόμιζε στην Αγγλία το Oppenheim, θα το πρόφεραν Όπ'ναμ, σαν να λέμε «όπ'ν 'αμ δεμ άτομζ, σμας 'εμ τουγκέδερ»;
 

Zazula

Administrator
Staff member
Επειδή το Blenheim είναι χρωματισμός στα CKCS και έχω ιδία πείρα, στην Ελλάδα το λέμε Μπλέναμ.
 

nickel

Administrator
Staff member
Εδώ έχουμε την περίπτωση «Μη σταματάτε στην πρώτη απόδοση – υπάρχουν και καλύτερες». Ειδικά εδώ, το wordreference για τον controversial ξεκινά με την καλύτερη: «αμφιλεγόμενος, επίμαχος».

επίμαχος.jpg



 

Katsik35

Member
Εδώ έχουμε την περίπτωση «Μη σταματάτε στην πρώτη απόδοση – υπάρχουν και καλύτερες». Ειδικά εδώ, το wordreference για τον controversial ξεκινά με την καλύτερη: «αμφιλεγόμενος, επίμαχος».

View attachment 7691


"ακυρωτές" ;
 
Top