Λεξιπλασίες (Nonce words)

γατροφείο = οικοτροφείο για γάτες (απόδοση της αμερικανικής λεξιπλασίας cattery). Φυσικά, στο γατροφείο γατοικούν γάτοικοι...
 
Νικήττας Κακλαμάνης (αυτεπεξηγούμενο, μετά τον β' γύρο των αυτοδιοικητικών εκλογών)
Στην ίδια ετυμολογική οικογένεια η νικηττοπάθεια, νόσημα που αντιμετωπίζεται στο εκλογοκομείο «Ο Καλός Σαμαρήττης».
 
φασωνίστας (ο) αυτός που αρέσκεται να φασώνεται, και ειδικότερα ο φανατικός τού φασώματος

Σημ.: Άλλοι τύποι είναι το άκλιτο ξενικό φασωνίστα, και τα λαϊκότροπα (συνήθως υποτιμητικά) θηλυκά φασωνίστρα κ. φασωνίστρω (κατ' αναλογία προς τα ψωνίστρα, κουνίστρω κτό). Επιτατικό αυτού τού τελευταίου είναι ο τύπος φασωνοίστρω, ο οποίος έχει κόψει καποίστρι (sic) και δεν κρατιέται με τίποτα!

Προσοχή, να μη συγχέεται με τα φασονίστας κ. φασιονίστας.
 
αφρολεξάκι 1. μικρό κομμάτι αφρώδους υλικού: Μπορείς να βάλεις αφρολεξάκια ανάμεσα στο λάστιχο και το πλαστικό του καλύμματος και τελειώνεις μια και καλή. 2. :p λέξη που μόλις βγήκε στον αφρό, φρέσκος νεολογισμός: Σας έχω ένα αφρολεξάκι από την Καθημερινή, σκέτο τεφαρίκι.
 
ντιρλανδός
1α. ο μεθυσμένος Ιρλανδός 1β. (λόγω της ιρλανδικής ιδιοσυγκρασίας ή/και βολικών στερεοτύπων) κάθε Ιρλανδός άνω των τριών ετών 2. (συνεκδ.) ο καθ' έξιν και καθ' εκάστην μέθυσος
 
σημερινάριο = το σεμινάριο που γίνεται σήμερα
(Από τις λεξιπλασίες που πλάθουν μόνα τους τα κουρασμένα δάχτυλα)
 
μπακούριερ
1. ο εργένης ταχυμεταφορεύς 2. ο μπάκουρος που το πάει το γράμμα

επικούριερ
ο επικουρικός ταχυμεταφορεύς

επικούρειερ
ο ευδαιμονιστής ταχυμεταφορεύς

λαϊκούριερ
ο τη σκυλάδικην μουσικήν απολαμβάνων ταχυμεταφορεύς

μανικούριερ
ο την εμφάνισιν των ονύχων του φροντίζων ταχυμεταφορεύς
 
Έχεις δει τι τραβάει ένας
παρκούριερ = κούριερ επικίνδυνων αποστολών

 
παρκούριερ (2)
ο νέος ταχυμεταφορέας που επιφορτίζεται με τη στάθμευση των οχημάτων (αυτή κι αν είναι επικίνδυνη αποστολή στο κλεινόν)

αρκούριερ
1. ο φριλάντζας ταχυμεταφορέας· αρκεί ένας για να τα προλάβει όλα
2. ο ταχυμεταφορέας εξ Αρκαδίας

βαρκούριερ
ο μεταφορέας που έρχεται με βάρκα (ταχύ και βάρκα δεν ταιριάζουν)

ναρκούριερ
ο ταχυμεταφορέας ναρκωτικών, κν. σβέλτο βαποράκι

σαρκούριερ
ο ταχυμεταφορέας κρεάτων

διαρκούριερ
ο ταχυμεταφορέας που δεν χρειάζεται συχνή επαναφόρτιση

μπαρκούριερ
1. ο ταχυμεταφορέας ποτών
2. ο πρώην ταχυμεταφορέας που είδε κι απόειδε με την αναδουλειά και μπάρκαρε
 
διοσκούριερ, κούριερ που παίρνουν τις δουλειές πακέτο

οικούριερ, ο κούριερ που μένει σπίτι λόγω ασθένειας

κολοκούριερ, 1. ο κούριερ που ειδικεύεται στο κολόκουρο 2. υβρ. ο κακός κούριερ

κούρειερ, μεταφορέας ειδών κομμωτικής τέχνης
 
κωλωνέλος
ο άτολμος συνταγματάρχης (ή άλλος βαθμοφόρος) || (συνεκδ.) η κωλώστρα εν γένει
 
Αν κατάλαβα καλά, από τις γαλλικές λέξεις της χρονιάς, μόνο το phonard είναι γαλλική λέξη. Θα θέλαμε κι εμείς μια λέξη για αυτούς που έχουν κάνει το κινητό τους εξάρτημα της δημόσιας παρουσίας τους. Ας μην είναι χυδαία αυτή η λέξη — δεν αποκλείεται να χρειαστούμε τον όρο για να χαρακτηρίσουμε φίλους μας. Στις λεξιπλασίες οι ιδέες σας, παρακαλώ.
Κατά το Ελληνάρας και Ελληναράς, μήπως κάτι σε τηλεφωνάρας-τηλεφωναράς;

Αντιλαμβάνομαι ότι το γαλλικό phonard παραπέμπει στο connard, αλλά το τηλεφωνάρας μπορεί να παραπέμπει στο ψωνάρας και μινάρας.
 
Κινητόψυχος; Ή ακόμα κινητοστρεφής, κινητολάγνος. (Επειδή είμαστε συντηρητικοί άνθρωποι και δεν θέλουμε να πούμε κινητόκαυλος).
 
Κινητάκας (αν πρέπει να το αναπτύξω και ετυμολογικά, θα έλεγα ότι προέρχεται από το κινητό και το «τάκα τάκα»...).
 
Κινητάκας (αν πρέπει να το αναπτύξω και ετυμολογικά, θα έλεγα ότι προέρχεται από το κινητό και το «τάκα τάκα»...).
Α, κι εγώ νόμισα ότι προέρχεται από το κινητό και μια άλλη λέξη που καταλήγει σε -άκας.
 
Υπάρχουν ήδη οι κινητάκηδες, που δεν έχουν σχέση με τους Τάκηδες. Ο ενικός είναι κινητάκιας. ;)
 
Back
Top