Λεξιπλασίες (Nonce words)

ευρωθαυμαστικό: Σύμβολο που θα αντικαταστήσει υποχρεωτικά το απλό και άδολο ερωτηματικό θαυμαστικό στην Ευρώπη μετά την ολοκλήρωση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης.

eurotavm.JPG
 
Last edited:
λονδεινόσαυροςλονδινόσαυρος) (ο) ον που το έχει ξεχάσει ο χρόνος αλλά διατηρείται αναλλοίωτο λόγω του συντηρητικού κλίματος και του ανανεωτικού ψύχους του Λονδίνου, όπου διαβιοί.

Εμπνευσμένη λεξιπλασία της SBE εδώ.
 
σταυρο-copyσταυρο-copy-μα)
το μιμητικό-μεταδοτικό σταυροκόπημα, όπως περιγράφεται στο κάτωθι φρέσκο ανέκδοτο: Μη τυχόν και κάνει τον σταυρό της μια γριά μέσα στο λεωφορείο — αμέσως να τον κάνουν όλες!!! Το γνωστό σε όλους σταυρο-copy...
 
Μουλτιτάσκης , ο (ουσ) = ο μουλτιτάσκων, ο κάμνων τον άνεμον κουβάριον ομού και ταυτοχρόνως. Θηλ. Μουλτιτάσκα;
 
..
Όχι. Η μουλτιτάσκη, όπως η παιδίσκη, Μπέρνη.

Γκρινιάξτε τώρα για το κόμμα της κλητικής προσφώνησης, αν θέλετε.


Το ρήμα: μουλτιτασκεύω, έτσι για να ριμάρει με το «όλα τα μουσκεύω». Μουλτιτάσκεψα, μουλτιτάσκεψα, τα μούσκεψα στο τέλος. Δυστυχώς, μ' έβαλαν και πλήρωσα τα σπασμένα, και ήταν και πολλά, οπότε μουλτιτάσκασα χοντρά.
 
λεξιφλόγος: αυτός που μέσα του καίει άσβεστη η φλόγα της Λεξιλογίας.
λεξιφλόγωση: το πάθος τού ως άνω.
λεξιφλώρος: αυτός που απέχει από το πάθος της λεξιφλόγωσης.
 
Το ρήμα: μουλτιτασκεύω, έτσι για να ριμάρει με το «όλα τα μουσκεύω».
Άλλη πρόταση: μουλτιτάσκω (εκ των μούλτι +*τάσκω)


Παραδείγματα χρήσης:

Πάλι μουλτιτάσκει ασύστολα ο Ζάζουλας, με το σύστημά του.
Εξαπανέκαθεν οι γονείς μουλτιέτασκαν μέχρι να περπατήσουν τα παιδιά τους.

Το τραγούδι της μουλτιτάσκουσας γυναίκας (από την Αφροδίτη Μάνου):

 
γκοσιπάδικο, το (ουσ.) = Έντυπο ή ηλεκτρονικό ΜΜΕ με κουτσομπολίστικο κυρίως περιεχόμενο (επίθ. γκοσιπάδικος, -η, -ο).
Το διάβασα σήμερα, σε αθλητικό άρθρο, το οποίο δυστυχώς ξέχασα να σημειώσω. Βρίσκω ελάχιστα (δύο μόνον) κανονικά γκουγκλίσματα, όπου χρησιμοποιείται το επίθετο, αλλά έχω την εντύπωση πως θα χρησιμοποιηθεί στο μέλλον, καθώς θα μπορούσε να χαρακτηρίσει πολλούς από τους δημοφιλείς ιστοτόπους.

σπερμολόγιο (το) διαδικτυακό βήμα ή ιστολόγιο που ειδικεύεται σε διάδοση ανεξέλεγκτων και συχνά κακόβουλων φημών, ιδίως για σεξουαλικές σχέσεις διασήμων
 
σπερματολόγιο: σπερμολόγιο άκρως ειδικευμένο στις σεξουαλικές σχέσεις διασήμων.
 
Τσκ, τσκ, τσκ! Και ήθελα να το κρατήσω σε κάποιο επίπεδο!
attachment.php
attachment.php
 
σπερμολόγιο > σπερματολόγιο > τι ακολουθεί; Μα φυσικά, το εκσπερματολόγιο (definition pending).
 
Δόκτορα, μήπως results-oriented σπερματολόγιο;
Τι θα σκέφτεται άραγε ο Νίκελ για το επίπεδο που ήθελε να κρατήσει; :blush:
 
ρογηρεύουσα [εικάζεται ότι πρόκειται για επίθετο, αλλά τα άλλα γένη πλην του θηλυκού είναι αμάρτυρα και δεν είναι ώρα να μπλέκουμε με το αν το πράγμα προϋπάρχει της έννοιας ή η έννοια του πράγματος]: η αναπληρώνουσα τον Ρογήρο επί νομικών θεμάτων όταν ο Ρογήρος δεν είναι εκεί. Ήταν Κυριακή πρωί και η Αλεξάνδρα αμφέβαλλε αν θα έπαιρνε απάντηση στο ερώτημά της, αλλά έφτασαν 13 λεπτά για να σχολιάσει η ρογηρεύουσα υπηρεσίας.
 
Πρωτολογισμός:

πολυμπαρούφα (η) κείμενο το οποίο περιλαμβάνει μεγάλη ποικιλία λαθών, ανοησιών, ψεμάτων και μεγαλοστομιών.
Πρώτη εμφάνιση:
Πριν από μερικά χρόνια, είχα εντοπίσει το Λερναίο στα θέματα Έκθεσης που πρότεινε κορυφαίο αθηναϊκό φροντιστήριο σε μεγάλη εφημερίδα και είχα αναρωτηθεί αν θα φτάσουμε στο σημείο να διδάσκεται αυτή η πολυμπαρούφα στα πανεπιστήμια. — Νίκος Σαραντάκος στο ιστολόγημα «Το Λερναίο διδάσκεται στα σχολεία»
 
..
ΣΥΝ: μουλτιμπούρδα (η) [multi + μπούρδα (ισπαν. burda 'χοντροκομμένη', 'αδέξιο ψέμα')]
επίθ. μπουρδάτο (κείμενο): βραστό που σερβίρεται με το ζωμό του και τα πρόσθετα υλικά: Πρώτον διαβαίνει το εκζεστόν ψησσόπουλον μπουρδάτον (Προδρ. IV 172 xφφ HK κριτ. υπ. (έκδ. μπρου‑), [πρβλ. μπουρδέτο], αχταρμάς (ο) (Διάβαζε, διάβαζε τόσα χρόνια μα τα 'χει κάνει έναν αχταρμά μες στο μυαλό του), τουρλού (το), ΦΡ: τουρλού μανιφατούρα, για πολλά και ποικίλα αντικείμενα ακατάστατα τοποθετημένα ή για πολύ μπερδεμένη υπόθεση. [τουρκ. türlü], πολυπαρλαπίπα (η), [αρχ. θραύσματα λιθοπλινθοκεράμων (οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν)]
 
Back
Top