Και τα βραβεία μαχαιριά δώκανε στην καρδιά μου
[Βασική βιβλιογραφία: Νήμα «Επειδή μερικοί πάνε με χίλια», ποστ 267-283]
Ήτανε χάρμα οφθαλμών να βλέπεις τον Νίκελ κοστουμαρισμένο του κουτιού, με τα παπιγιονάκια του και τα όλα του. Επίσημη περίσταση γαρ, και ένιωθε τρόπον τινά οικοδεσπότης. Μετά από ένα κομψότατο αποφρακτικό βηχαλάκι (μη σας λέω τώρα ποια έννοια της απόφραξης εννοώ, τι λεξιλόγοι είσαστε, θα το βρείτε μόνοι σας), πέρασε στο αβάντι μαέστρο:
– Με μεγάλη μου χαρά σας βλέπω όλους μαζεμένους σήμερα ... Ζάζουλα, μπορείς σε παρακαλώ να αφήσεις ήσυχο το ποπκόρν όσο μιλάω; ... Τι έλεγα; Α, ναι. Με μεγάλη μου χαρά λοιπόν ... Ζάζουλααα! ... θα ανακοινώσω ... Δαεμάνε, η ρακή μπορεί να περιμένει! ... το βραβείο λεξιμαντινάδας, σύμφωνα με τη γνώμη που σχημάτισε ... Δόκτορα και Θέμη, αν είναι να λέτε ανέκδοτα μεταξύ σας, μπορείτε παρακαλώ να ξεκινήσετε με τα πιο κρύα; ... σύμφωνα λοιπόν με τη γνώμη της κριτικής επιτροπής που προεδρεύεται από την ειδική μαντιναδολόγα Αλεξάνδρα...
– Μαντιναδολόγο! ακούστηκε μια τρισχιλιετώς φρονηματισμένη φωνή ανεξιχνίαστης προέλευσης.
– Και γιατί όχι μαντιναδολόγα; πετάχτηκε ο Σαράντ.
– Ε, ας πούμε ειδική μελετήτρια των μαντινάδων, το αβγάτισε ο Ρογήρος.
Η απόγνωση χόρεψε δυο-τρία βαλσάκια στην έκφραση του Νίκελ, αλλά η χαλύβδινη θέλησή του άναψε πράσινο φως και η παροιμιώδης σύνεσή του παραχώρησε καλού-κακού προτεραιότητα στη συμφιλίωση.
– Τέλος πάντων, δεν έχει σημασία, μπορούμε να ανοίξουμε νήμα στη Λεξιλογία να το συζητήσουμε ... Μπέρνι! Εννοούσα μετά τη μάζωξή μας, όχι τώρα. Αν αυτό το κορίτσι δεν φτάσει τα οχτώ εκατομμύρια ποστ, δεν θα ησυχάσει ... Λοιπόν, το βραβείο απονέμεται...
Το βλέμμα του Δαεμάνου καρφώθηκε στα χείλη του Νίκελ γεμάτο δικαιωματική προσμονή. Το μιμήθηκαν και άλλα βλέμματα – εκείνα με σκέτη προσμονή. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε. Σιγά-σιγά απλώθηκε σιγή στη σιγαλιά. Ώς κι ένα υπέρ του δέοντος θα μπορούσε να σουλατσάρει στην αίθουσα χωρίς να ακουστεί κιχ.
– Το βραβείο απονέμεται...
Τα δάχτυλα του Δαεμάνου σφίχτηκαν πάνω στο ρακομπούκαλο.
– ...στον Χαρβάτη!
Οι ασυγκράτητες επευφημίες των παρισταμένων πρόσφεραν επαρκή κάλυψη στον Δαεμάνο, που έσυρε τα κουρασμένα βήματά του προς την έξοδο. Τον ακολούθησαν ο Δόκτορας και ο Θέμης, κάτω απ' τα συμπονετικά και συμπάσχοντα βλέμματα της Παλάβρας, του Εαρίωνα και της Μπέρνης (αρχικά κίνησε κι αυτή για την έξοδο, αλλά οι γυναίκες είναι περίεργα πλάσματα: ενίοτε έχουν τρόπους).
Η τελετή συνεχίστηκε αδιατάρακτα με την απονομή και των ησσόνων βραβείων:
– Διηγήματος: Παλάβρα, για το «Κουκαράτσα αγάπη μου» (σας ορκίζομαι ότι το πρωτότυπο δεν είχε κόμμα μετά την κουκαράτσα, δεν φταίω εγώ)
– Λογοτεχνικής μετάφρασης: Ζάζουλας, για το «Ιπτάμενη και σέξι»
– Γλωσσογνωσίας: Κώστας, για το «Τη γλώσσα τούς έδωσαν κινεζική»
– Δοκιμίου: Εαρίωνας, για το «Οι συνέπειες της οινοποσίας των αντιγραφέων στη διαμόρφωση των σύγχρονων γλωσσών»
– Ιστορικού δοκιμίου: Ρογήρος, για το «Λουκρητία Βοργία – Μύθοι και καυτές αλήθειες»
– Φιλοσοφικού δοκιμίου: Συνεστραμμένη Όλιβερ, για το «Παρουσία και απουσία – Εγκαταβυθίσεις στη διαλεκτική» (η βραβευθείσα απουσίαζε και η βράβευση θα της κοινοποιηθεί ηλεδρομικώς)
– Κριτικής υποτιτλολογίας: Αλεξάνδρα, για το σύνολο του έργου της
– Πατριδογνωσίας: Κάδμιος, για το «Από τον Κάδμο στον Κάδμιο – Η βοιωτική γη στο διάβα των αιώνων»
– Σεξολογίας: Αόρατη Μελάνη, για το «Σπαγγετίνη Νο 8 – Η σεξουαλική ζωή και το Ιπτάμενο Μακαρονοτέρας»
– Μελλοντολογίας: Έλσα, για το «Πράσα, ραπανάκια και μαρούλι – Δομικά υλικά του μέλλοντος»
– Ολιστικής πολιτικής: Άνεφ, για το «Το μποζόνιο του Χιγκς και το μπατσόνιο του μνημονίου»
– Λεξιλογικής εξωαδμινιστρατομοδερατορικής ποστοπαραγωγής: SBE, Μπέρνη και Ελληγεννής ex aequo.
Ρίγη ενθουσιασμού προκαλούσε κάθε ανακοίνωση, και ο βραβευθείς μαντιναδολόγος την εξωθούσε στα όρια του ντελίριουμ τρέμενς σκαρώνοντας επιτόπου κατάλληλες μαντινάδες. Κανείς δεν φάνηκε να προσέχει ιδιαίτερα την αποχώρηση των συντετριμμένων μαντιναδοπλαστών. Ουαί τοις ηττημένοις!
Ωστόσο, όταν τέλειωσε η τελετή και καταλάγιασε ο θορυβώδης ενθουσιασμός του λεξιλογικού κοινού, κάποιες περίεργες φωνές ακούστηκαν να αντηχούν από το φουαγιέ:
– Στα Τρίκαλα στα δυο στενά κείτομαι πληγωμένος
κι από τη Μεγαλόνησο – χικ! – είμαι εξορισμένος
– Γαμώ τα εφτά μου ντοκτορά, π’ απόμεινα χωριάτης
και από με καλύτερα τσ’ έπλεκε ο Χαρβάτης
– Ποιος είδε ψάρι κορδωτό να περπατά στη ρούγα
ποιος είδε και τον πόνο μου – χικ! χικ! – να κάνω ταρταρούγα
– Είναι για σουρεαλισμούς τα μαύρα μας τα χάλια
οπού λεβέντες ήρθαμε και μείναμε ρετάλια;
– Όφου! Εντροπιαστήκαμε και θα μας περγελούσι
μόν’ φέρε δα κειες τσι ρακές οπού τον πόνο σβιούσι.
Ένας λεξιλόγος ορκίζεται ότι είδε τη Μπέρνη δακρυσμένη να αντιγυρίζει σιγοψιθυριστά:
– Κάστρο κι αν πέσει μια και δυο, γερά ’ναι τα τειχιά του
της αξοσύνης αστοχιά δεν είναι του θανάτου.
ΣΗΜ.: Η παρούσα διήγηση καλύπτεται από λεξιλογικό απόρρητο. Παρακαλείσθε να μην τη διαρρεύσετε (– Ενεργητικό διαρρέω; – Ναι, γιατί, σου ρίχνει τα καράβια έξω;) στους δημοσιογράφους.