μπίγκος ή πίγκος (ο)
μεγάλο σφυρί, οδοντωτό στο ένα μέρος και μυτερό στο άλλο, με το οποίο σάζουν, πελεκούν τα λιθάρια, που βάνουν αγγωνάρια στα σπίτια. Επίσης με τον πίγκο «χάραζαν» οι παλιοί τα λιθάρια των λιτρουβειών και των μύλων.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής...