ΛΝΕΓ (Γ΄ έκδοση, 2008):
καθαυτό κ. καθαυτού επίρρ. κυρίως, κατεξοχήν: πρόκειται για πρόβλημα καθαυτό πολιτικό || η καθαυτό αιτία τής κατάστασης είναι άλλη.
[ΕΤΥΜ Βλ. λ. καθαυτόν].
καθαυτόν, -ήν, -ό κ. καθ' εαυτόν αντων. (με το αυτός, -ή, -ό μπροστά) μόνος, ξεχωριστός (ως αυτοτελής ενότητα, ως...