Αντιγράφω και από το Ετυμολογικό Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής του Ν. Π. Ανδριώτη (Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, 3η Έκδοση, Θεσσαλονίκη, 1983):
πατσαβούρα η, βενετ. spazzaura (H. Pernot. Parl. Chio 473). Απίθανη η παραγωγή του Δ. Γεωργακά στο Λεξ. Δελτ. 2, 132 από ελλ. *πετσαφούρι < πετσάφι...