σκιαγραφία
η, ΝΑ, και σκιογραφία Α [σκιαγράφος]
1. η τέχνη τού να σκιαγραφεί κανείς, τού να φιλοτεχνεί σκιαγραφήματα
2. συνεκδ. το ίδιο το σκιαγράφημα
νεοελλ.
1. ζωγραφική απόδοση τής σκιάς τών αντικειμένων
2. σχέδιο που αποτελείται μόνο από άσπρο και μαύρο χρώμα
3. (καλ. τεχν.) προσωπογραφία σε...