Λεξιπλασίες (Nonce words)

Φρέσκο, από ιδέα ακροατή της Ελληνοφρένειας (με ορισμό από τον υποφαινόμενο):

ΠΑΡΙΖΑ = ΠΑναθηναϊκός της ΡΙΖοσπαστικής Αριστεράς [ΕΤΥΜ. λεκτικός γάμος ΠΑΟ + ΣΥΡΙΖΑ με κουμπάρο τον Κωνσταντόπουλο]
 
πουράσχημο Ε, πολλή φαντασία θέλει; Και πουρό και άσχημο. (Εμπνευσμένο από εδώ).
 
Λεξιπλασίες εμπνευσμένες από φορουμικές λειτουργίες
(συνέχεια...)

συνενώ > συνέναση = Συμφωνώ με τους προλαλήσαντες και το διατυπώνω με το ιντερνετικό μιμίδιο +1. Πολλά φόρουμ αποθαρρύνουν αυτή την πρακτική.

συνδύω > συνδύεση = Συμφωνία τύπου +1 σε δύο θέματα ή με δύο προλαλήσαντες, διατυπώνεται καμία φορά και ως 2 Χ +1= +2.
 
Επίκαιρο, λόγω δεκαπενταύγουστου
(έχει και καύσωνα, μη βαράτε, λοιπόν! :rolleyes:)

"Πήρες τη Μαρία να ευχηθείς;"
"Μπα, της έστειλα τις ευχές μας στο μηνυτό"
(κινητό, μήνυμα, μιλητό) :D
 
Άστε με να το γράψω, με πεθάνατε στις ερωτήσεις...

δυστοπικιστής : άτομο που διαπνέεται από δυστοπικισμό, δηλ. συστηματικά εκφράζεται αρνητικά για οτιδήποτε συμβαίνει στον τόπο του (τον οποίο θεωρεί δυστοπία) χωρίς να κάνει το παραμικρό για να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο. Επιδεικνύει εντελώς αντίθετη συμπεριφορά όταν βρίσκεται στο εξωτερικό.
 
τρώει απ' τα έτυμα (φρ.) λέγεται για κάποιον που δραστηριοποιείται επαγγελματικά στον χώρο της ετυμολογίας ή επωφελείται εν γένει οικονομικά από αυτήν
 
πανέτυμος, η = λέξη αγνώστου ετύμου, η οποία συνεπώς (ή μάλλον ασυνεπώς ;-) ετυμολογείται από παντού κι από τους πάντες κατά το δοκούν.
 
ο τεμπέλλην (πληθ. οι τεμπέλληνες)

Λεξιπλασία άγνωστου δημιουργού, προφανούς σημασίας, που ήδη φιλοξενείται στο slang.gr με περίεργο ορισμό (τεμπέλληνες: Οι έλληνες (ας μην αναφερθούμε σε λυπηρό ποσοστό) οι οποίοι βολεύονται στην εύκολη λύση της κουμπαριάς, του γρηγορόσημου και λοιπών παρά φύσιν ασελγειών κατά της δημοκρατίας. Κατανοητή στάση ζωής, πλην όμως όχι δικαιολογημένη.), αλλά δεν θα καταχωρηθεί ακόμα στους νεολογισμούς, έστω κι αν την αγκάλιασε σήμερα ο Μπουκάλας, με την προφανή της σημασία («Σύμφωνα με μία από τις πεισματωδέστερα διακινούμενες δοξασίες, είμαστε λαός της ήσσονος προσπάθειας, σαν να λέμε τεμπέλληνες»).
 
Αστέγων: ενδεικτικός χαρακτηρισμός ποιότητας πάρκου ή πλατείας∙ δύο αστέγων, πέντε αστέγων, κλπ.
 
αιδώδημος (λόγιο): ο αισθανόμενος ντροπή μπροστά σε πλήθος / συνώνυμο: αγοραφοβικός.
 
Με την άδεια του nikosl, συμπληρώνω το (ωραίο;-) γένος με το είδος.

αιδώδημος αποικιακός: ο ανωταίρω ντροπαλός, απελθών εκ της οικίας.
 
ελπήδος (ο): ποθούμενος πήδος, ελπίδα για επίτευξη συνουσιασμού· επίσ. (λόγ.) ελπήδημα (το)

πυγολαμπήδος (ο): ο πήδος που βάζει φωτιά στα πισινά
 
οινομοίωμα = κρασί που δεν προέρχεται από σταφύλι, όπως π.χ. ο μηλίτης και ο απίτης / απιδίτης

οινστρούχτορας = ο αποφασίζων τη δομή τής σύνθεσης χαρμανιού κρασιού

οινφέρνω = είμαι αρχιτρίκλινος ή, έστω, σερβιτόρος
 
οινομοίωμα = κρασί που δεν προέρχεται από σταφύλι, όπως π.χ. ο μηλίτης και ο απίτης / απιδίτης

...όπως επίσης και τα παρασκευάσματα εκείνα με ολίγη από σταφύλι και μπόλικο χρώμα/ζάχαρη κλπ που λέγονται καταχρηστικά "κρασιά" και θα έπρεπε να εξαφανιστούν από τα ράφια...
 
Οινδιονύσιος Πρόσχαρος κάτοικος νησιωτικού συμπλέγματος που το τσούζει παραδοσιακά με πρώτη ευκαιρία.
 
Back
Top