metafrasi banner

whole (as in whole food etc)

MAKIS

New member
Πώς αποδίδεται το whole σε φράσεις whole foods, whole rye flour, whole grains;
 
Έχω τα εξής ευρήματα, Μάκη:

οργανικά
μη επεξεργασμένα
ολικής άλεσης

Θα ήθελα να δώσω μια πιο «επεξεργασμένη» απάντηση, αλλά θα πρέπει να περιμένει. Άσε που υπάρχουν αρμοδιότεροι.
 
τρόφιμα αναλλοίωτης αρχικής σύστασης μου δίνουν οι τεχνολόγοι τροφίμων αλλά...
 
Δεν συμφωνώ με το οργανικά / βιολογικά. Μπορεί κάτι να είναι πλήρες / ολικής χωρίς να είναι βιολογικά / οργανικά καλλιεργημένο.

Ανάλογα με το προϊόν θα έλεγα: πλήρες (π.χ. γάλα), ολικής, ολικής άλεσης (π.χ. αλεύρι), αναποφλοίωτο (π.χ. ρύζι)...
 
Δεν συμφωνώ με το οργανικά / βιολογικά. Μπορεί κάτι να είναι πλήρες / ολικής χωρίς να είναι βιολογικά / οργανικά καλλιεργημένο.

Ανάλογα με το προϊόν θα έλεγα: πλήρες (π.χ. γάλα), ολικής, ολικής άλεσης (π.χ. αλεύρι), αναποφλοίωτο (π.χ. ρύζι)...

Πολύ σωστά, αν μιλάς για ένα συγκεκριμένο προϊόν. Υπάρχει πρόβλημα όμως με τον πρώτο από τους όρους του Μάκη, το whole foods. Νομίζω ότι εκεί μπορείς να πεις μόνο «τρόφιμα βιολογικά / βιολογικής καλλιέργειας».
 
Να καταθέσω τι γράφει το λεξικό της Ακαδημίας:

λήμμα οργανικός
4. ΟΙΚΟΛ. που είναι φυτικής ή ζωικής προέλευσης· ειδικότ. που μπορεί να υποστεί βιοαποικοδόμηση, για να μετατραπεί σε κομπόστ ή σε καύσιμο, χωρίς να επιβαρύνει το περιβάλλον: οργανική ύλη. οργανικό λίπασμα. οργανικά απόβλητα/ιζήματα/υλικά. ΑΝΤ. ανόργανος (3)
5. ΟΙΚΟΛ. (κατ’ επέκτ.) που παράγεται χωρίς τη χρήση χημικών, φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων ή άλλων βλαβερών ουσιών· κατ' επέκτ. φιλικός προς το περιβάλλον: οργανικό βαμβάκι/ελαιόλαδο/τσάι. οργανικά λαχανικά/φρούτα. | οργανικά καλλυντικά. Πβ. βιολογικός, οικολογικός. Βλ. φυσικός.

λήμμα προϊόν
βιολογικά προϊόντα & οργανικά προϊόντα: που παράγονται χωρίς τη χρήση χημικών φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων ή άλλων ορμονών: συμβατικά και βιολογικά προϊόντα. Εξειδικευμένα καταστήματα πώλησης/Οργανισμός Ελέγχου και Πιστοποίησης βιολογικών προϊόντων.



Στη Wikipedia, το αγγλικό whole food γράφει:
Whole foods are plant foods that are unprocessed and unrefined, or processed and refined as little as possible, before being consumed.[1] Examples of whole foods include whole grains, tubers, legumes, fruits, vegetables.[2]
https://en.wikipedia.org/wiki/Whole_food

Η αντίστοιχη γαλλική σελίδα λέει:
Alimentation à base d'aliments complets d'origine végétale
Une alimentation à base d'aliments complets d'origine végétale (en anglais whole-food, plant-based diet) est une pratique alimentaire qui limite la consommation de produits animaux et favorise les aliments végétaux complets, c'est-à-dire non transformés ou non raffinés1. Il se distingue du végétalisme, qui exclut complètement les produits animaux mais n'exclut pas les produits transformés ou raffinés.

https://fr.wikipedia.org/wiki/Alimentation_à_base_d'aliments_complets_d'origine_végétale
 
Με τη λογική ότι κάτι λείπει από τα λευκά, επεξεργασμένα αντίστοιχά τους; (Παραδόξως, δεν μοιάζει να λέει κανείς «μερικής άλεσης».)

Ή απλώς ταιριάζουν καλύτερα τα πλήρη δημητριακά με το πλήρες γάλα;
 
Με τη λογική ότι κάτι λείπει από τα λευκά, επεξεργασμένα αντίστοιχά τους; (Παραδόξως, δεν μοιάζει να λέει κανείς «μερικής άλεσης».)

Ή απλώς ταιριάζουν καλύτερα τα πλήρη δημητριακά με το πλήρες γάλα;
Έχω την αίσθηση ότι η ύπαρξη της σύναψης «πλήρες γάλα» ευνοεί την αποδοχή [και το φυσικό άκουσμα] και για τα «πλήρη δημητριακά».
 
Back
Top