The purrrfect thread. Because nobody's purrrfect, unless they're a cat.

Zazula

Administrator
Staff member
Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να εμφανιστεί ο Ζαζουλόγατος — με νουτελειωτικό χτύπημα! :)
 

daeman

Administrator
Staff member
Αυτός είναι ο μόνος τρόπος να εμφανιστεί ο Ζαζουλόγατος — με νουτελειωτικό χτύπημα! :)

:D

Ανουτελείωτος ο Ζαζουλόγατος!
Ούτε τέλος έχει ούτε αρχή (άναρχος θεός γαρ), ούτε αυτός ούτε οι κάμψεις του. Δεν τον χωράει ο νους. Αείνους.

Θεέ μου, θεέ μου, γατί, με εγκατέλιπες!
:cry:
 

daeman

Administrator
Staff member
...
JAMES JOYCE: THE CAT AND THE DEVIL

ON AUGUST 10, 1936, JAMES JOYCE started a letter to his grandson Stevie: "I sent you a little cat filled with sweets a few days ago but perhaps you do not know the story about the cat of Beaugency." So began what was to be Joyce's only known story written for children. First published in Letters of James Joyce (1957) edited by Stuart Gilbert, this letter to Stevie has been subsequently published as a picture book in English two separate times: in 1964 by Dodd, Mead & Company, illustrated by Richard Erdoes, and in 1981 by Schocken Books (from a 1978 French edition), illustrated by Roger Blachon.

From the inside flap of the 1964 edition: "This charming little fable was written by James Joyce in a letter to his grandson "Stevie." It is an incongruous but delicious mixture of Irish wit and French folklore that explains the magic overnight construction of an actual bridge across the Loire, a very old bridge over which any young reader who might doubt the tale may still walk or ride his bike this very day."


The story is a legend that has been applied to several bridges over the years. In this version, it is the people of Beaugency who need a bridge to be built over the Loire River.

The lord mayor of Beaugency makes a deal with the Devil. The Devil will build the much-needed bridge over the Loire River in one night on the condition that the first soul to cross the bridge will belong to the Devil. Upon completion of the bridge the next morning, the mayor sends a cat across the bridge into the Devil's arms, fulfilling his end of the bargain but foiling the Devil's plans for acquiring a human soul.




The devil, needless to say, is quite perturbed, but he retires like a gentleman.

Joyce tells the story in a straightforward grandfatherly tone, but can not resist, in the end, a bit of word play and self reference.

"P.S. The devil mostly speaks a language of his own called Bellsybabble which he makes up himself as he goes along but when he is very angry he can speak quite bad French very well though some who have heard him say that he has a strong Dublin accent."

[...]

In 2005, a Croatian edition of Joyce's book came out, illustrated by Tomislav Torjanac
(see below). For more images from that edition, visit Tomislav Torjanac's website here.


We Too Were Children, Mr. Barrie
Being a Compendium of Children’s Books by Twentieth Century “Adult” Authors Currently Out of Print

Ariel S. Winter
(Baltimore, MD, United States) is the author of the picture book One of a Kind (Aladdin) illustrated by David Hitch, and the novel The Twenty-Year Death (Hard Case Crime). His new novel Barren Cove (Atria/Emily Bestler Books) will be released in Spring 2016.
 

natandri

New member
Περιδιαβαίνοντας σ' αυτό http://wetoowerechildren.blogspot.gr/, βρήκα αυτό https://ithyspress.wordpress.com/2012/01/31/michael-caine-book-artist/ και μετά αυτό http://vimeo.com/55829996

Δεν είναι υπέροχο, ώρες ώρες, το ίντερνετ;

(προσπαθώ να επικολλήσω μια εικόνα, την πρώτη σελίδα από το βιβλίο του James Joyce "The Cats of Copenhagen", αλλά δεν τα καταφέρνω!)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Από το νήμα για τις κοινόχρηστες εικόνες, οι οδηγίες που έγραψε ο Δρ7χ, προσαρμοσμένες γενικά για εικόνες που βρίσκουμε σε ιστοσελίδες (όσες τουλάχιστον επιτρέπουν την αντιγραφή εικόνας):

...
Για να χρησιμοποιήσετε την εικόνα που θέλετε, επιλέγετε πρώτα την ιστοδιεύθυνση που εμφανίζεται κάνοντας δεξί κλικ πάνω στην εικόνα και την αντιγράφετε (επιλογή Αντιγραφή).

Στη συνέχεια, περνάτε στην ανάρτησή σας και πατάτε στο κουμπί Insert Image:

View attachment 2898

Στo πλαίσιο διαλόγου Insert Image που ανοίγει επιλέγετε την καρτέλα From URL,



ξετσεκάρετε την επιλογή Retrieve remote file and reference locally,
,
πατάτε ΟΚ και βουαλά!

Και από το άλλο μας γατόνημα Γαλήμματα· το σιαμαίο νήμα:

Αν θέλεις να φαίνεται η εικόνα στο αρχικό της μέγεθος (πάντοτε μέσα στα όρια των 800 πίξελ σε κάθε διάσταση, αν θυμάμαι καλά, που έχει το λογισμικό του φόρουμ), φροντίζεις να αποεπιλέξεις ξετσεκάρεις το κουτάκι που γράφει «Retrieve remote file and reference locally», στην καρτέλα From URL που εμφανίζεται πατώντας το εικονίδιο εισαγωγής εικόνας.

Με αυτό τον τρόπο, η εικόνα δεν αντιγράφεται στον σέρβερ που φιλοξενεί τη Λεξιλογία και δεν τον βαραίνει χωρίς λόγο. Ωστόσο, έτσι υπάρχει το μειονέκτημα ότι αν η εικόνα διαγραφεί από τον ιστότοπο όπου φιλοξενείται, θα πάψει να εμφανίζεται εδώ.

Η λύση που προτιμώ συνήθως όταν θέλω να προσθέσω εικόνα σε κάποιο ποστ, είτε από τον υπολογιστή μου είτε από κάποια ιστοσελίδα, είναι να την ανεβάζω πρώτα σε κάποιον αξιόπιστο ιστότοπο φιλοξενίας εικόνων (το flickr έχω διαλέξει) και μετά να την ποστάρω εδώ με το λίνκι που παίρνω από κει. Όταν δεν βιάζομαι ή δεν ξεχάσω να κάνω αυτό το επιπλέον βήμα.
 

daeman

Administrator
Staff member
Περιδιαβαίνοντας σ' αυτό http://wetoowerechildren.blogspot.gr/, βρήκα αυτό https://ithyspress.wordpress.com/2012/01/31/michael-caine-book-artist/ και μετά αυτό http://vimeo.com/55829996

Δεν είναι υπέροχο, ώρες ώρες, το ίντερνετ;

(προσπαθώ να επικολλήσω μια εικόνα, την πρώτη σελίδα από το βιβλίο του James Joyce "The Cats of Copenhagen", αλλά δεν τα καταφέρνω!)

You stole my little thunder little mermaid, you know. :eek1: Αυτό θα ήταν το επόμενο ποστ μου σ' αυτό το νήμα, αλλά είπα να ξεκινήσω από τον διάβολο, λόγω συγγένειας του δαιμονοσογιού με την περσόνα και τον ρόλο μου στη Λεξιλογία. Όχι πως με πειράζει, ίσα ίσα χαίρομαι που και κόπο γλιτώνω και άλλες φωνές ακούω. Επομένως, ευχαριστώ, Natandri. :-)

«Υπέροχο» δε θα πει τίποτα. Συχνά πυκνά, ευρημαγαλλιάζεις. Δεν πρόλαβα ακόμα να ξεψαχνίσω το We Too Were Children, Mr. Barrie, αλλά από μια διαγώνια ματιά στα ονόματα και μόνο των λογοτεχνών με τους οποίους καταπιάνεται, φαίνεται πως χτυπήσαμε καλή φλέβα.

Ορίστε και η εικόνα οι εικόνες που ήθελες, από εκεί:




Και μια ευχάριστη λεπτομέρεια:

Alysa says:
1 March, 2012 at 12:08 am
Hi, I wish to know, might it be a possibility that Ithyss Press later publish a version of “Cats of Copenhagen” which might be some ‘more’ democratic in price, for the moment I’m not able to spend 300 euro’s (or more) for the book, but it might be of interest to me, best wishes!

Ithys Press says:
7 November, 2012 at 4:49 pm
Hi Alysa. Well, it took us some time but we did it. Scribner’s ‘Cats’ might fit the bill! http://wp.me/p1VaUQ-cn

Cats of Copenhagen, by James Joyce, Illustrated by Casey Sorrow, List Price $16.99


 

natandri

New member
Παρακαλώ, δεν κάνει τίποτα...
Ενθουσιάστηκα όταν διάβασα πως ο Μάικλ Κέιν, που επιμελήθηκε τη στοιχειοθεσία, αποφάσισε να βάλει όσο περισσότερες στριφογυριστές γατοουρές στα τυπογραφικά στοιχεία, παίρνοντας την έμπνευση από ένα ανάποδο θαυμαστικό που του θύμισε, λέει, πορσελάνινο αγαλματάκι γάτας.
 

daeman

Administrator
Staff member
Δαεμάνε, για το βιβλίο του Τζόυς υπάρχει και μια πολύ ωραία ελληνική μετάφραση. Μόνο εγώ το έχω δει αυτό το βιβλίο;
...

Έτσι φαίνεται, μόνο εσύ, απ' όσους διάβασαν το νήμα τουλάχιστον. Και δεν είναι διαθέσιμο, άρα μάλλον δύσκολο να το δούμε. Ευχαριστώ!

Πάντως, αν το πετύχεις πουθενά, σφύρα. Ή, ακόμη καλύτερα, φωτογράφισε καμιά σελίδα και σύρε την ως εδώ, αν μπορείς.
 
Μια και το νήμα πήρε ένα κάποιο ποιητικό τόνο, σας παραθέτω δυο λιμερίκια που βρήκα στο μεγάλο αφιέρωμα για τις γάτες σην ποίηση που υπάρχει τον ιστότοπο Ποιείν.

Λιμερίκιον

Ήτανε μια φορά στην Καζαμπλάνκα
μία, που ήθελε να γίνει ψάρι, γάτα.
Βρε, της λένε, και τι τρέλα είναι αυτή;
Που ακούστηκε, μια γάτα τραβεστί
να περπατάει στα στενά της Καζαμπλάνκα ...

Ήταν ένας γάτος που τον λέγαν Χόρχε Λουίς Μπόρχες
που έτρωγε ψάρια γενικώς από όλες τις απόχες.
Ώσπου μια μέρα σ’ ένα γραφείο ψυχιάτρου
κατέθεσε καταλεπτώς όλα τα σώψυχά του
ο γάτος που τον λέγαν Χόρχε Λουίς Μπόρχες.


http://www.poiein.gr/archives/4525, σχόλιο 20.

Και μια δήλωση με σημασία:

— Τι σας δίνει περισσότερη χαρά και ξεκούραση στις ώρες της σχόλης σας;

— Η μουσική, το βιβλίο, κι οι γάτες μου. Οι γάτες μου, έπειτ’ από τους γονείς μου, είναι οι τελευταίοι συγγενείς μου, κι απ’ τους φίλους μου, οι πιο αγαπημένοι

Από συνέντευξη του Ναπολέωντα Λαπαθιώτη στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα στις 9.4.1938.


http://www.poiein.gr/archives/4525, σχόλιο 10.

Εδώ έβαλα τα ελαφρότερα. Για τα πιο σοβαρά ο κατάλληλος χώρος είναι το νήμα της ποίησης.
 

daeman

Administrator
Staff member


Aldous Huxley with "Limbo"

“To his dog, every man is Napoleon; hence the constant popularity of dogs.”
― Aldous Huxley
 

Earion

Moderator
Staff member
Το γατί

του Μιχαήλ Μητσάκη

Η ακόλουθος τραγική και παθητική ιστορία ετυπογραφήθη υπό της «Ακροπόλεως». Πρόκειται περί σκληρού και ουχί αναγκαίου βασανισμού διαπραχθέντος υπό ανόητων και ασπλάγχνων παίδων κατά ημέρου και αξίου στοργής δημιουργήματος του Θεού. Δεν δύναμαι να πιστεύσω ότι Ελληνόπαιδες τινές οι οποίοι θ’ αναγνώσωσι ταύτην την ιστορίαν θέλουσι κάμει ποτέ αυτό η βοηθήσει άλλους προς τούτο. Οι παίδες έστωσαν γενναίοι, αλλ’ όμως ουδέποτε σκληροί.

Φίλος των ζώων και των παίδων

Εις την Νεάπολιν τέσσερα παιδιά εξεμονάχιασαν ένα μικρόν γατί. Τα δυό εγύριζαν βεβαίως από το σχολείον, εάν έκρινε κανείς απ’ τα βιβλία που κρατούσαν. Τα άλλα ήσαν μάγκες, υποστάσεως άδηλου, εξ εκείνων τα οποία διημερεύουν εις τας οδούς, τριγυρίζουν τον ταβλάν των στραγαλάδων, θορυβούν ανά τας συνοικίας, αδιακόπως και παντοίως. Άμα το είδαν, έτρεξαν επάνω του, το εκυνήγησαν, ηθέλησαν να το συλλάβουν. Εκείνο, κάτασπρον γατάκι, τρυφερόν και καθαρότατον, με την ροδίνην του μυτίτσαν, πλανημένον ίσως απ’ το σπίτι του, νεόβγαλτον, αμάθητον, ωσάν χαμένον εις τον δρόμον, ευρεθέν αντίκρυ των, ετρόμαξεν, οπισθοχώρησεν, αγριωπόν, εζήτησε να φύγει, έκαμε δεξιά κι αριστερά, κ’ επέτυχε, όρμησαν, να διέλθει των σκελών ενός, δρομαίον. Αλλά δεν είχε κάμει ούτε πέντε άλματα, όταν, πέτρα βαρεία, υψόθεν απελθούσα, γκοπ! αντήχησε σφοδρώς επί της ράχης του, και την συνέτριψε σχεδόν. Μιάάουου! έβαλεν οιμωγήν, θλιβεροτάτην, πληγωθέν το αιλουρίδιον, κ’ επεστράφη, ως διά να ίδει τί έπαθε. Πλην ταυτοχρόνως, άλλη πέτρα, δύο, τρεις επήρχοντο· η μία το επήρ’ εις το κεφάλι, το εξέγδαρε, δευτέρα του σακάτεψε το πόδι, εκατρακύλησεν η τρίτ’ υπό το στήθος του, ενώ ρανίδες αίματος διέστιζον την λευκήν αυτού δοράν. Και αυθωρεί, τα δύο των παιδιών έσπευδαν, του έβγαιναν εμπρός, εμπόδιζαν την πρόοδόν του, ενώ τ’ άλλα δυο του έκοπταν την υποχώρησιν. Τοιουτοτρόπως πολιορκηθέν το κάτασπρο γατάκι, τα εσάστισεν ολότελα, έμεινεν εις το μέσον, εστάθη προς στιγμήν, συγκεχυμένον. Αλλά συνελθόν, με ορθωμένους εν οργή τους μύστακας, όρμησε πάλιν εξ ενστίκτου προς τα πλάγια ελεύθερα, νόμισαν ότι ημπορεί να εύρει διέξοδον εκείθεν. Πράγματι δε κατόρθωσε και διέφυγε από το πεζοδρόμιον, ήρχισ’ εκ νέου να πήδα, με την ελπίδα να γλυτώσει. Αλλ’ ενώ έτρεχεν, οι πέτρες ήρχισαν κ’ εκείνες να επαναπίπτουν βροχηδόν, μία το κτύπησ’ εις το κόκκαλον, επάνω της ουράς, άλλη του έμπασε μέσα τα πλευρά, άλλη το εύρηκ’ εις την ρίζαν του δεξιού αυτιού, βιαία, ήρπασεν ένα κομματάκι εκ του δέρματος αυτού, το συναπήγαγε κυλούσα, τετάρτη του επλήγωσεν άλλου ποδός το νύχι, συγχρόνως δε οι διώκται του επήλαυναν, το κύκλωναν, κ’ ένας εξ αυτών άπλωνεν ήδη την χείρα να το πιάσει. Αισθανθέν όμως τον κίνδυνον το ζώον, καταφοβισμένον, διολίσθαινε και τώρα υπό την παλάμην ήτις το ηπείλει, και ετρέπετο, σύρον τους δύο πόδας του αλγούντας, το αιμάσσον του αυτί, την ράχιν του μισοσπασμένην, την ουράν του την τραυματισμένην, αύθις προς άτακτα πηδήματα. Αλλά κ’ εκείνοι επηδούσαν εξοπίσω του ομοίως, το κατέφθαναν, αδυνατούν να τρέξει πλέον γρήγορα, το άρπαζαν, σφαδάζον.

— Στάσου, μπρε! έκαμε υπορρίνως προς αυτό, ειρωνικώς, ο έτερος των μαγκοπαίδων, ξεσκούφωτον χαμίνι, με ανώμαλον δασείαν μαύρην κόμην, ο αστείος της παρέας, προσπαθών να το κρατήσει συστρεφόμενον, κινούμενον, συνταρασσόμενον.

Πλην κ’ έτι εδυνήθη να εκφύγει από τα χέρια του, και πάλιν το μικρό γατί, κ’ εξεσαλτάρισε, αφήνον δράκα τριχαρίων εις τα δάκτυλα αυτού. Προτού σχεδόν προφθάσει να πατήσει όμως εις το έδαφος καλά-καλά, και άλλος το εβούτ’ αμέσως, από το άκρον της ουράς, και το ανύψωνεν ανάστροφον, κρεμάμενον με το κεφάλι κάτω, εναέριον. Εκάγχασεν η μαγκαρία προς το θέαμα, παταγωδώς, ενώ ο ήρως το εκράτει πάντοτε, σφικτά, και το ετίνασσεν, ως διά να ξερριζώσει την ουράν του. Εν τω κενώ ανηρτημένον ούτω, συνέσπα το απαλόν σώμα του το ζώον, εκάμπτετο ελαστικόν, εστριφογύριζεν εντεύθεν και εκείθεν, ζητούν να ανακτήσει την ισορροπίαν, να απαλλαχθεί, ξανάπεφτε και εκραδαίνετο, κ’ επάλλετο, και εμιαούριζ’ ικετευτικώς και επωδύνως. Όσον δ’ αυτό επέτεινε τας απελπιστικάς του προσπαθείας, τας ματαίας, και εσείετο, και εδονείτ’ ολόκληρον, κ’ ελύγιζε τα νεύρα του, κ’ εστροφοδίνει το κορμί του, αιωρούμενον, πλήττον διά των ποδών του τον αέρα, τόσον κ’ η ευθυμία επετείνετο μεταξύ της συντροφιάς, εις ην και άλλοι πλέον προσετίθεντο, παιδιά εκ του σχολείου και μαγκόπαιδες επίσης, σεβαστή ομάς. Και εν τω μέσω των γελώτων, αφού αρκετά κατά τον τρόπον τούτον το ετίναξεν ο νεανίσκος και διεσκέδασε, του έδωκε μίαν επιτέλους, το εξεσφενδόνισε προς τ’ άνω, και αφήκεν αυτό να καταπέσει. Εστροβιλίσθη περί εαυτό αναρριφθέν έτσι αποτόμως το γατάκι, έκαμε σπασμωδικάς τινάς κινήσεις και ασυνείδητους, απλώνον τα μικρά του σκέλη ως διά να συγκρατηθεί από ανύπαρκτό τι στήριγμα, τεντωνόμενον και μαζευόμενον ακαριαίως εν τη πτώσει του, κ’ εδούπησ’ εις το χώμα, βροντερώς, εκυλίσθη ζαλισμένον, παραπαίον, ως εκ μέθης, μέχρι του πλησίον οχετού, εις ον κατελάσπωσε την άσπρην του γουνίτσαν. Έπειτα, μόλις εννόησε λιγάκι ότι βρίσκετ’ εις την γην, εκινήθη, μίαν φοράν ακόμη, προς φυγήν. Μα παρευθύς λάκτισμα δεινόν το απετίνασσε προς την αντίθετην μεριάν, άλλο εκείθεν το διηύθυνεν οπίσω, τρίτον εκ του πλαγίου το εκτύπα προς τον τοίχον, ενώ συγχρόνως ανηρπάζετο εκ της ουράς το δεύτερον.

— Κράτα το, μωρέ, να πά’ να φέρω ’να ντενεκέ! ανεκραύγασεν είς εκ της ομάδος, και διηυθύνθη τρέχων προς παρακείμενον εν τη οδώ σωρόν εκ σκουπιδιών, σκορπισμένων επί του εδάφους εις πανδαισίαν των σκυλιών.

Εκεί ευρήκεν υπερμέγεθες κομμάτι εξ αποσυντεθειμένου σκεύους πετρελαίου, από τα υψηλά εκείνα των οποίων κάμνουν χρήσιν οι μπακάληδες, κ’ εγύρισε ταχύς, κραδαίνων εν θριάμβω το βρωμερόν λάφυρον. Κάποιος εκ των μαθητών ανέλαβε να προμηθεύσει, εν σπουδή, τον σπάγγον όστις εχρειάζετο διά να δεθεί ο τενεκές, ψάξας δε εις τις τσέπες του, εξήγαγε τεμάχιον μακρόν, όπερ παρέδωκε εις τον κομίσαντα εκείνον. Ενώ δε οι τρεις εβάστουν το ζωάριον, άλλος από την πλάτην, άλλος απ’ τ’ αυτιά, και άλλος από τον αυχένα, διαρκώς κλαιόμενον και πάσχον και αδίκως προσπαθούν να μεταστρέψει και τους τσουγγρανίσει με τ’ αδύνατα νυχάκια του ή τους δαγκάσει με τ’ αρτιφυή του τα δοντάκια, και έτρεμαν τα μέλη, κ’ ή πνοή εκόπτετο και η καρδία του εβρόντα μέχρι διαρρήξεως υπό τα χέρια των, ο σπάγγος επεράσθη καταλλήλως από μίαν των τρυπών του τενεκέ, ισοζυγήθη, και είτα προσεδέθ’ εις την ουράν του τετραπόδου, συσφιχθείς στερεότατα.

— Αμολάτε το, μωρέ, τώρα!

Και το τενεκεδοφορούν γατί εξαπελύθη, με το παράρτημα το άηθες αυτού, τον στολισμόν του τον παράξενον, και ήρχισε να τρέχ’ υποχωλαίνον, λασπωμένον, αιματόφυρτον, άγον τον κροταλέον συνοδόν του, ξαφνισμένον απ’ τον πάταγον τον εκρηγνύμενον σφοδρώς παρά τα νώτα του, εμποδιζόμενον να δράμει εκ του βάρους, σκοντάπτοντος τον δρόμον του, ασθμαίνον, και ασχάλλον, κ’ έξαλλον. Οπίσω δε αυτού εβάδιζαν οι παίδες, ατασθάλως και ατάκτως, φύρδην μίγδην, καταληφθέντες πλέον υπό γηθοσύνης ακράτητου, και καγχάζοντες, σφυρίζοντες, φωνάζοντες, χειροκροτούντες, εκμαινόμενοι. Από των εξωστών, από τας θύρας, από τα παράθυρα, κοιτάζουν οι περίοικοι, προκύπτοντες εκ τούτων και εξ εκείνων ή στεκόμενοι πλησίον εις αυτάς, γυναίκες και νεανίδες και νέοι, ως επί το πλείστον, συνδιαλεγόμενοι, και βλέποντες κατά την ώραν ταύτην την εσπερινήν τον δρόμον. Αλλά το πράγμα δεν ελκύει καθώς φαίνετ’ ιδιαιτέραν προσοχήν, εκτός εάν χαμογελούν τινές ολίγον μόνον δι’ αυτό.

Και οι διαβάται δε ομοίως διέρχονται, και σχεδόν ούτε βλέμμα ρίπτουν, απαθείς, και αδιάφοροι. Και το γατάκι τρέχει, τρέχει, όπως ημπορεί, ακολουθούμενον από τους σφυριγμούς και τα χλευάσματα, κ’ εκθερμανθέν από ελπίδα νέαν να σωθεί, το έβαλ’ εις τα πόδια μ’ ορμήν, απεμακρύνθη της ομάδος αρκετά, παρέκαμψε την αντικρύ γωνίαν.

— Θα μας φύγει, μωρέ... θα μας φύγει, μωρέ... το σταυρό του! αντήχησαν κραυγαί οργής και λύσσης, και εκάλπασεν ο συρφετός, τρομάξας πώς θα χάσει την απόλαυσιν. Αι πέτραι δ’ αι οποίαι δεν απέλειπαν να πίπτωσι και πριν κρούουσαι ισχυρώς συχνά τον τενεκέν, επανελήφθησαν εν πλήρει και ραγδαίως.

— Στάσου, μωρέ, καλύτερα ναν το δέσουμε... απεφάνθη τις, οπόταν μετ’ ολίγον και ακόπως το κατέφθασαν και πάλιν.

Και αφαιρών την ζώνην του, δένει διά του λωρίου τον λαιμόν αυτού, τραχέως, και αρχινά ευθύς να το τραβά, υπό αλαλαγμούς κωφαίνοντας, τρέχων αυτός εμπρός και βιάζων και αυτό να άλλεται κατόπιν του, με το παράρτημά του το ηχήεν. Έπεται δε εκείνο, θέλει-δεν θέλει, με αγχόμενον τον λάρυγγα, ημίπνικτον σχεδόν, χωρίς να δύναται ούτε να μιαουρίσει καν πλέον απ’ το σφίξιμον, να είπει το παράπονόν του, με το ρύγχος υψηλά, προς τ’ άνω τεταμένον ακουσίως το κεφάλι, αποβλέπον προς τον διαυγή ορίζοντα. Και τα γαλανά ματάκια του, τα έξω των κογχών προβάλλοντα εκ της αγωνίας, συνηντήθησαν ούτω προς τας τελευταίας ακτίνας του δύοντος ηλίου, κρυπτομένου οπίσω του βουνού, το οποίον επλαισίωνε την άκραν του δρόμου εν απόπτω, εκαρφώθησαν επ’ αυτού μίαν στιγμήν, με έκφρασιν αρρήτου λύπης και εκπλήξεως και τρόμου, ωσάν το επιθανάτιον μικρόν ζώον να ερωτούσε το παμμέγεθες θνήσκον άστρον διατί έμελλε και αυτό να αποθάνει...

Ακρόπολις, 5/2/1893
 
Top