metafrasi banner

matriarch

nickel

Administrator
Staff member
Έψαχνα λοιπόν να δω κατά πόσον το "μητριάρχης" ή το "μητριάρχισσα" θα μπορούσαν να θεωρηθούν αρκετά διαδεδομένοι νεολογισμοί ...

Τελικά, ποια είναι η καλύτερη απόδοση για το matriarch;


matriarch /ˈmeɪtrɪɑːk/
noun
a woman who is the head of a family or tribe: in some cultures the mother proceeds to the status of a matriarch
an older woman who is powerful within a family or organization: a domineering matriarch
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Μητριάρχισσα, νομίζω.

Κι ένα παλιότερο (1972) εύρημα από το τεύχος Εκδόσεις του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας:

Άννα ή Δαλασσινή ή μητριαρχις τής οικογενείας των Κομνηνών ήτό πρότυπον τής ευσέβειας έν τή Αυτοκρατορία .
 

pidyo

New member
Μητριάρχισσα, νομίζω.
Σε αντίθεση με τον πατριάρχη πάντως, που έχει και τις συμπαραδηλώσεις που απαιτεί η δεύτερη, μη φυλετική, έννοια του metriarch, η μητριάρχισσα δύσκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ξερωγώ, για τη μαφία. Ματρόνα σημαίνει μόνο τσατσά;
 

bernardina

Moderator
Ματρόνα σημαίνει μόνο τσατσά;
Εγώ, πάλι, νόμιζα ότι αυτή τη λένε πατρόνα :confused:

Σαν συνέχεια του μητριάρχις θα προτιμούσα το μητριάρχισσα. Ειδικά αυτή τη λέξη θα την ήθελα στο θηλυκό της και το μητριάρχης παραπέμπει σε αρσενικό.:)
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Για πάτρωνες / πάτρονες και ματρόνες / ματρώνες, προστάτες ή προστάτιδες, οικοδέσποινες ή δέσποινες οίκων, και πατρόνες όμορφες, άσχημες ή αδιάφορες, με φυσίγγια ή χωρίς, στο αδελφό νήμα: Κι αν οι πάτρο(ω)νες βάλουν φουστάνια;
 
Εδώ μάλλον χρειάζεται διάκριση ανάμεσα στην επικεφαλής μιας ομάδας με μητριαρχικές/ μητρογραμμικές σχέσεις (μητριάρχισσα) και τη γυναίκα που γίνεται αρχηγός μιας ομάδας με πατριαρχικές σχέσεις (πατρόνα, αφεντικό, αρχηγίνα, ό,τι άλλο θέλουμε εκτός από μητριάρχισσα). Η δεύτερη εκδοχή είναι βέβαια πολύ συχνότερη στις γνωστές μας περιπτώσεις.
 
Μιλ μερσί! Το σκεφτόμουν να ρωτήσω αλλά ο nickel μου έκανε την χάρη να ρωτήσει για μένα. Τσιμπάω την απάντηση όπως και να 'χει :D
Όλη η ντροπή του γείτονα αυτή την φορά (το διαολεμένο το νευρωτικό σκυλάκι του μου έχει κάνει τα νεύρα σμπαράλια).
 
Top