metafrasi banner

audiophile =

m_a_a_

Active member
Τι είναι;
a person who has a great interest in high-fidelity sound reproduction

Την απόδοση μού την πρότεινε το Google Translate.
Βρίσκω 34 γκουγκλιές, εκ των οποίων όμως οι περισσότερες μοιάζουν να 'ναι μηχανικές μεταφράσεις.
Το κατάστημα adaptoras.gr, πάντως, μας λέει: Τα ακουστικά P180 είναι αρκετά άνετα και προσαρμόζονται εύκολα στο αυτί, παρέχοντας την ποιότητα ήχου που μπορεί να εκτιμήσει κάθε ακουστικόφιλος.
Σίγουρα ανθρώπινο είναι το Ω, και ακουστικό-φιλος ο φίλτατος Bhutia! Like, too! (έτσι, με ενωτικό), από φόρουμ ελληνόφωνων μελών της εν λόγω «κοινότητας».

Παραθέτω επίσης διάφορα παραδείγματα χρήσης του αγγλικού όρου από Collins (όλα από Sunday Times, καταπώς φαίνεται):
  • You get proper hi-fispeakers and audiophile components. (2010)
  • Audiophile-grade hi-fis in the lounge and bathroom walls are a neat touch. (2017)
  • The audiophile revolution has been bubbling away quietly for some years. (2017)
  • Built-in speakers and a subwoofer add an audiophile sheen to music and video. (2008)
Οι «ακουστικόφιλοι» έχουν μάλιστα αποτελέσει και αντικείμενο ακαδημαϊκής έρευνας: Golden Ears and Meter Readers: The Contest for Epistemic Authority in Audiophilia. Για όποιον ενδιαφέρεται να πάρει μια γεύση του περιεχομένου αυτής, παραθέτω το Abstract (όχι σύνδεσμο, γιατί είναι από jstor και απαιτεί λογαριασμό):
Scientific claims to knowledge and the uses of technological artifacts are both inherently contestable, but both are not usually contested together. Consumers of 'specialty' audio equipment (known as the 'high end'), however, connect both forms of resistance. These 'audiophiles' construct their own universe of meaning around their equipment; they cultivate a distinctive vocabulary and set of attitudes. In this they resemble other groups of users dedicated to supposedly antiquated technology. But they also engage in controversy to defend themselves against knowledge-claims that would delegitimize their universe of meaning. These debates concern recording formats or media (the relative merits of the compact disk [CD] and long-playing record [LP]), user 'tweaks' of purchased equipment, and the supposed audibility of differences between different brands of amplifiers, cables, or CD players. In all of these cases, audiophiles resist the claims of audio engineering by privileging their personal experiences, and they argue against scientific methodologies that seem to expose those experiences as illusory. Some of these patterns of epistemic contestation resemble those in non-musical domains (such as biomedicine). But audiophiles also make epistemic use of values crucial to their identity as music-lovers. They appeal to a common understanding of music as an exemplary locus of subjectivity, emotion, and self-surrender, in order to ward off the criticisms directed at them from a science they construe as objective, detached, and dispassionate.​

Θα υπογράμμιζα την τελευταία πρόταση, αλλά είπα να μην παρέμβω. Κατά τ' άλλα, να σημειωθεί ότι δε μιλάμε για τίποτα ψεκασμένους. Παρόλη την αμφισβήτηση που δέχεται η φερόμενη κατάρτιση των ακουστικόφιλων, μεταξύ αυτών θα βρείτε πιθανότατα και κορυφαίους μουσικούς παραγωγούς που χαίρουν της εκτίμησης και της εμπιστοσύνης καλλιτεχνών που ενδεχομένως κι οι ίδιοι ακούτε.

Και για να 'ρθουμε και στο διαταύτα, εσείς, ως εμπειρογνώμονες, έχετε γλωσσολογικές ενστάσεις ως προς τον όρο «ακουστικόφιλος»;

Edit: Εννοείται, υποθέτω, ως πρώτο συνθετικό η ακουστική και όχι το ακουστικό.
 
Last edited:

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Για μένα το "ακουστικόφιλος" παραπέμπει στο ακουστικό και όχι στην ακουστική.

Επίσης, στο κόντεξτ του ορισμού που διαβάζω εδώ "Audiophiles are an exceptional breed of people who are fascinated by pure audio, motivated by sound quality and addicted to audio gadgets", μόνο η λέξη "ήχος" έρχεται στο μυαλό μου, και όχι η "ακουστική". Δηλαδή, αν είναι να βρεθεί κάποια σύνθετη λέξη, θα ήθελα να βασίζεται στον "ήχο".
Σε αυτό το πλαίσιο, ο όρος "ηχόφιλος" φαίνεται να έχει κάποια ευρήματα.
 
Last edited:

skol

Active member
Ακο(υ)όφιλος καλύτερα, δες και ακο(υ)όγραμμα, ακο(υ)όμετρο
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Επιτρέψτε μου να διαφωνήσω. Το θέμα δεν είναι ούτε η ακοή ούτε η ακουστική. Είναι ο ήχος και η ποιότητά του και η επιθυμία κάποιων ανθρώπων για ήχο ανώτατης ποιότητας όταν ακούνε μουσική.
 

skol

Active member
Είναι ο ήχος που ακούγεται πάντως, όχι ο υπέρηχος :-)
 

daeman

Administrator
Staff member
Η πιάτσα στην Ελλάδα πάντως έχει καταλήξει χρόνια τώρα: audiophile, ακόμη και σε θέση επιθέτου, π.χ. ακουστικά audiophile, audiophile ήχος, ηχεία audiophile, εξοπλισμός audiophile κ.ο.κ., οπότε κάνουμε ασκήσεις επί χάρτου.
 

nickel

Administrator
Staff member
Εγώ θα πρότεινα να διαλέγουμε μεταξύ των:
φίλοι του καλού ήχου
φίλοι του ήχου
ηχόφιλοι (Σχεδόν με ικανοποιούν τα λίγα ευρήματα που υπάρχουν.)
 

m_a_a_

Active member
Για μένα το "ακουστικόφιλος" παραπέμπει στο ακουστικό και όχι στην ακουστική.
Πήγε και μένα εκεί το μυαλό μου, αλλά μετά μάλλον σκέφτηκα συνειρμικά και το οπτικοακουστικό [υλικό π.χ.] που 'ναι μια γυρισμένη μπρος-πίσω απόδοση του audiovisual, και παρασύρθηκα...

Το ακουστικόφιλος είναι ήδη καπαρωμένο- acousticophile
Εκεί, ομολογουμένως, δεν πήγε το μυαλό μου.

Επίσης, στο κόντεξτ του ορισμού που διαβάζω εδώ "Audiophiles are an exceptional breed of people who are fascinated by pure audio, motivated by sound quality and addicted to audio gadgets", μόνο η λέξη "ήχος" έρχεται στο μυαλό μου, και όχι η "ακουστική". Δηλαδή, αν είναι να βρεθεί κάποια σύνθετη λέξη, θα ήθελα να βασίζεται στον "ήχο".
Σε αυτό το πλαίσιο, ο όρος "ηχόφιλος" φαίνεται να έχει κάποια ευρήματα.
Δίκιο έχεις, μάλλον.
Παρεμπιπτόντως, το Google Translate προτείνει ως εναλλακτική την «ηχοφίλη».
(Γίνεται άραγε προσπάθεια να του προσδώσουν gender-neutrality, ή μάλλον ~diversity;)
Η ένσταση που είχα εγώ, και που πλέον τείνει να διαλυθεί, αφορά τη διάκριση που κάνουν οι αγγλόφωνοι μεταξύ sound και audio.

Μία πτυχή αυτής της διάκρισης διαβάζουμε π.χ. εδώ:
The key difference between sound and audio is their form of energy. Sound is mechanical wave energy (longitudinal sound waves) that propagate through a medium causing variations in pressure within the medium. Audio is made of electrical energy (analog or digital signals) that represent sound electrically.

Ο audiophile, υπ' αυτήν την έννοια, φροντίζει να διαθέτει (χρήματα προκειμένου να διαθέτει) μηχανήματα που επιτρέπουν την άψογη διαβίβαση audio από τη μία συσκευή στην άλλη μέχρι τα ηχεία/ακουστικά, που εν τέλει αναπαράγεται sound ανώτατης ποιότητας, είτε αυτό σημαίνει πιστό προς το πρωτότυπο sound (αυτό που κάποτε ηχογραφήθηκε) είτε σημαίνει σύμφωνο με τα υποκειμενικά κριτήρια του εκάστοτε audiophile.

Αλλά και πιο θεωρητικά, η διάκριση που αντιλαμβάνομαι εγώ από την όποια τριβή έχω με ανθρώπους του χώρου, είναι ότι αν sound είναι το ας-πούμε event που θέλουμε να μετρήσουμε, τότε audio είναι τα data που προκύπτουν από τη μέτρηση. (Τα οποία εφόσον συστηματοποιηθούν σε information γίνονται μουσική, με την ευρύτερη δυνατή ερμηνεία του όρου [δική μου η επέκταση].)

Κάτι παρεμφερές λέει και ο Zazula εδώ:
Η χρήση του audio στη θέση τού sound (δηλ. audio engineering και audio engineer αντίστοιχα) καθιστά σαφέστερο το γεγονός ότι μιλάμε για ηχοληψία κι όχι απλώς για μια τυχαία καταγραφή ήχων (ηχογράφηση).

Κατά τ' άλλα:
Η πιάτσα στην Ελλάδα πάντως έχει καταλήξει χρόνια τώρα: audiophile, ακόμη και σε θέση επιθέτου
Το «ακόμη» μήπως είναι παραπλανητικό;
Θέλω να πω, το ουσιαστικό audiophile, χρησιμοποιείται όντως ευρέως από την πιάτσα; Αλληλοαποκαλούνται έτσι; Προσωπικά δεν το 'χω ακούσει. (Ίσως φταίει που έχω συναναστραφεί μόνο μπατήρηδες ηχολήπτες.) Κι εν πάση περιπτώσει, αν είχαμε να μεταφράσουμε τη μελέτη στην οποία παρέπεμψα, πώς θα τους λέγαμε;

Εγώ θα πρότεινα να διαλέγουμε μεταξύ των:
φίλοι του καλού ήχου
φίλοι του ήχου
ηχόφιλοι (Σχεδόν με ικανοποιούν τα λίγα ευρήματα που υπάρχουν.)
Ξαναλέω, μάλλον έχετε δίκιο (nickel και Alexandra). Προσωπικά προκρίνω τους ηχόφιλους.

Ίσως σκέφτηκα ότι παραπέμποντας στην ακουστική (εμπειρία, αν θέλετε) θα γλιτώναμε τον βραχνά της παραπάνω διάκρισης, αλλά φευ, ο αντίλογος υπήρξε πειστικός...

Ακο(υ)όφιλος καλύτερα, δες και ακο(υ)όγραμμα, ακο(υ)όμετρο
Άλλη μία διάκριση που στα ελληνικά είναι, όχι απούσα, αλλά αν μη τι άλλο χαντακωμένη κάπου στα λεξικά για πολλούς, είναι αυτή μεταξύ hearing και listening. Το «ακροάζομαι», δυστυχώς, είναι πολύ δύσκαμπτο.

Σχετικοάσχετο: υπάρχει και o φιλήκοος, αλλά τότε μιλάμε σχεδόν για eavesdropping.
 
Last edited:

daeman

Administrator
Staff member
Θέλω να πω, το ουσιαστικό audiophile, χρησιμοποιείται όντως ευρέως από την πιάτσα; Αλληλοαποκαλούνται έτσι; Προσωπικά δεν το 'χω ακούσει. (Ίσως φταίει που έχω συναναστραφεί μόνο μπατήρηδες ηχολήπτες.)

Ιντερνετικά ευρήματα (γραπτά, προφανώς, ή και ημιπροφορικά)
για τη σύμφραση «είσαι audiophile»: https://tinyurl.com/2yykhy76
για τη σύμφραση «είμαι audiophile»: https://tinyurl.com/4t8x593m
για τη σύμφραση «είναι audiophile»: https://tinyurl.com/4cp7zbw8

Audiophile Club of Athens: http://www.aca.gr/

Προφορικά (και λίγο γραπτά) παίζουν και τα χαϊφιντελάς / χαϊφιντελάδες, από τότε που διαβάζαμε Ήχος και Hi-Fi, και χαϊεντάς / χαϊεντάδες, από το hi-end που όμως ρίχνει το βάρος και περιορίζεται μάλλον στα μέσα αναπαραγωγής παρά στον ήχο που παράγουν.


Κι εν πάση περιπτώσει, αν είχαμε να μεταφράσουμε τη μελέτη στην οποία παρέπεμψα, πώς θα τους λέγαμε;

Θα ψαχνόμασταν όπως τώρα, καλή ώρα. :-)
 
Last edited:

skol

Active member
Χωρίς να θέλω να επιμείνω, παραθέτω απλώς μια παρατήρηση: απ' ό,τι βλέπω στα λεξικά, σε όσα μεταφραστικά δάνεια έχει χρησιμοποιηθεί ο ήχος για την απόδοσή τους, εκείνο που μεταφράζεται είναι το sound, sono ή echo, πχ.
ηχογράφος (sound recorder)
ηχοεντοπισμός (echolocation)
ηχοκαρδιογράφηµα (échocardiogramme)
ηχοµετρία (sonométrie)
ηχοµόνωση (sound isolation)
ηχορρύπανση (sound polution)

Το ηχοβιβλίο (audiobook) δεν το βλέπω στα λεξικά που έχω αλλά εμένα προσωπικά δεν με ενθουσιάζει αυτή η απόδοση, μου λείπει η αναφορά στην ακοή/ακρόαση.
 

Alexandra

Super Moderator
Staff member
Τα audio files πάντως τα λέω «αρχεία ήχου».
Και στο λογισμικό που μεταφράζουμε, το audio settings μεταφράζεται "ρυθμίσεις ήχου".
 

Earion

Moderator
Staff member
Μήπως είναι αυτό που λέμε χαϊφιντελίστας, χαϊφιντελιστικός;
 

nickel

Administrator
Staff member
Το χαϊφιντελίστας είναι στα γνωστά μου σε σχέση με το χαϊφιντελάδες του daeman.
 

m_a_a_

Active member
Το χαϊφιντελίστας είναι στα γνωστά μου
«Είναι αυτά που η ΕΕ ονομάζει "μεμονωμένα τεμάχια" και οι χαϊφιντελίστες "ξεχωριστά κομμάτια"...»

Πράγματι, οι χαϊφιντελίστες ή/και χαϊφιντελάδες είναι αρκετά καλές [κτγμ] αποδόσεις του ουσιαστικού audiophile, σε ρέτζιστερ πιάτσας.
Και στα σχετικά ευρήματα σαν να υπερτερούν τα φόρουμ κλπ. έναντι των καταστημάτων, ενώ στα «είμαι/είσαι/είναι audiophile» του daeman μού φάνηκε ότι συμβαίνει το αντίθετο, ή τουλάχιστον ότι είναι μοιρασμένα τα πράγματα. (Το σκεπτικό μου είναι ότι μια κουβέντα σ' ένα φόρουμ αποτελεί πιο αξιόπιστο δείγμα πιάτσας απ' ό,τι ας πούμε τα Public – που σιγά μην πουλάνε όντως audiophile είδη, αλλά άλλη κουβέντα αυτή...) Χώρια που κάτι «είσαι audiophile τύπος» είναι false positives, γιατί και πάλι για επίθετο μιλάμε.

Φιλικά πάντα [και πρόσχαροι γίββωνες].

Όσο για την Audiophile Club of Athens, είναι μία ονομασία εξ ολοκλήρου στα αγγλικά. (Δεν είναι, ας πούμε Audiophile Λέσχη Αθηνών.) Κι αν τα μέλη της σήμερα δηλώνουν audiophiles, εμένα μου φαίνεται λίγο σαν τ' αβγό και την κότα. Θέλω να πω, αν τους είχε καπνίσει, τότε το '98, που εικάζω πως κ' η πιάτσα δεν ήταν εξίσου διαμορφωμένη, να την πουν Λέσχη Ηχόφιλων Αθηνών, προφανώς σήμερα θα δήλωναν ηχόφιλοι.) Και τι έγινε, θα μου πείτε. Και δε θα σας πω και τίποτα...

Αυτό που ψυχανεμίζομαι εγώ είναι ότι η επιθετική χρήση του ουσιαστικού (πολύ συχνό φαινόμενο στα αγγλικά) φοριέται πολύ στην αγορά (βλ. και τα παραδείγματα από το Collins στην ανάρτηση #1), και κάπως έτσι αφομοιώθηκε πιο εύκολα από την εν Ελλάδι πιάτσα. Κατά βάση όμως, η λέξη audiophile δεν παύει να 'ναι ουσιαστικό, κι η δική μου εμπειρία λέει ότι κατά κανόνα ως τέτοιο χρησιμοποιείται από τη διεθνή πιάτσα καταναλωτών, που επίθετα έχει άλλα, πιο εξειδικευμένα. Αν έχετε κουράγιο, μια βόλτα από το gearspace (το μεγαλύτερο παγκοσμίως φόρουμ του χώρου που μέχρι πριν από λίγα χρόνια λεγόταν gearslutz αλλά άλλαξε όνομα για να 'ναι politically correct) θα σας δώσει μια ιδέα του τι εννοώ.

Ως «ελληνικό» ουσιαστικό λοιπόν το αμετάφραστο audiophile δε με πολυπείθει, έστω και σε ρέτζιστερ πιάτσας. Προτιμώ τον χαϊφιντελά/χαϊφιντελίστα (ενώ η πλάκα είναι ότι στα αγγλικά το high fidelity, ή και hifi, χρησιμοποιείται στην πλειοψηφία των περιπτώσεων ως επίθετο, όχι ως ουσιαστικό. Ούτε, ας πούμε, για hifiers ή τίποτα παρόμοιο θα πολυακούσεις.)

Παρεμπιπτόντως, στα αγγλικά παρατηρείται και μια κάποια σημασιολογική παραφθορά: Ενώ στη Βικιπαίδεια διαβάζουμε ότι "Ideally, high-fidelity equipment has inaudible noise and distortion, and a flat (neutral, uncolored) frequency response within the human hearing range", στην πράξη οι ηχόφιλοι αντιπαραβάλλουν συχνά τα ηχεία hifi με τα ηχεία monitor (γνωστά στην εγχώρια πιάτσα και ως «μονιτόρια»), όπου τα δεύτερα είναι αυτά που χαρακτηρίζονται από ουδέτερη απόκριση στις συχνότητες του φάσματος ακοής μας και γι' αυτό προτιμώνται για επαγγελματική χρήση (στούντιο), ενώ τα πρώτα τονίζουν/χρωματίζουν ορισμένες (σύμφωνα με μελέτες πιο ευχάριστες) συχνότητες, δίνοντας έτσι προτεραιότητα στην τέρψη, ας πούμε, κι όχι στην πιστότητα (fidelity), και γι' αυτό προτιμώνται για οικιακή χρήση.

Σε πιο σοβαρό, ρέτζιστερ, τα είπε ο nickel κι η Alexandra: ηχόφιλος, φίλος του [καλού] ήχου.
Ρέκτης του ήχου;

Τέλος, έτσι να βρίσκεται, καταθέτω κι ένα εύρημα «ακουόφιλου», που πρότεινε ο Skol (αν και δε μ' αρέσει), από την Καθημερινή (μεταφραστής δεν αναφέρεται):
Ως φανατικός μουσικόφιλος (ή, μάλλον, «ακουόφιλος») αγόρασα πρόσφατα έναν ενισχυτή ακουστικών – ένα μικρό μαύρο κουτί που συνδέεται με το iPod μου. Ουάου, σκέφτηκα, ακούγεται καταπληκτικά. Τουλάχιστον έτσι σκεφτόμουν για μια περίπου εβδομάδα. Κατόπιν τα αυτιά μου συνήθισαν στην ενισχυμένη πιστότητα ήχου κι άρχισαν να λαχταρούν κάτι καλύτερο. Σε λίγο, στάθηκα πάλι στην ουρά, με την πιστωτική κάρτα στο χέρι.
 

m_a_a_

Active member
Σκέψεων συνέχεια: Εν τω μεταξύ, ιδέα μου είναι ότι όταν έχουμε ξενόφερτο θέμα, η κατάληξη -άς/-άδες (χαϊφιντελάς/χαϊφιντελάδες, θηλ. χαϊφιντελού/χαϊφιντελούδες) είναι καταλληλότερη για να δηλώσει το ενδιαφέρον για το εν λόγω αντικείμενο (κατά τα ροκάς, ρεγκάς, σκυλάς, μεταλάς και άλλα πολλά), ενώ το -ίστας/-ίστες (χαϊφιντελίστας/χαϊφιντελίστες, θηλ. χαϊφιντελίστρια/χαϊφιντελίστριες) ενδείκνυται περισσότερο για να δηλώσει μια πρακτική ικανότητα (κατά το κιθαρίστας, πιανίστας, αρτίστας, πολίστας και άλλα πολλά);

Υπάρχουν, βέβαια, και οι τζαζίστες, αλλά αυτούς εμένα μ' αρέσει να τους λέω τζαζλήδες...

Αν το consensus είναι καταφατικό, δε θα έπρεπε να προκρίνουμε τον χαϊφιντελά αντί του χαϊφιντελίστα, μιας και το -phile δηλώνει ακριβώς το ενδιαφέρον ή και την αγάπη για το θέμα μας, εν προκειμένω τον [καλό] ήχο;

Και κάτι που ξέχασα να σχολιάσω προηγουμένως, έτσι παρενθετικά κι αυτό: Το high-end (και κατ' επέκταση ίσως κι ο χαϊεντάς, που λέει ο daeman), όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, θα έλεγα ότι μάλλον ρίχνει το βάρος στην απαιτούμενη οικονομική επιφάνεια.
 
Last edited:

cougr

¥
Έχουμε και τους "hi-fi enthusiasts". Τους χαϊφιντελάδες/χαϊφιντελίστες τους συνέδεα περισσότερο με αυτούς.
 
Top