420 και μπάφοι

nickel

Administrator
Staff member
Ενημέρωση από το χώρο της παρακουλτούρας. Γράφει σήμερα ο Άρης Μαλανδράκης στο protagon.gr:

[Το 420] είναι ένα τριψήφιο νούμερο που κοντεύει να ξεπεράσει σε εμφανίσεις κάποιον άλλο, επίσης τριψήφιο αριθμό, στα γκράφιτι της πόλης. Διαφέρουν, όχι μόνο στην εκατοντάδα, αλλά και στα σημαινόμενα που κρύβονται πίσω τους. Σε άλλο πράγμα παραπέμπει –εσχατολογώντας- το 666, και σε κάτι τελείως διαφορετικό το μυστηριώδες 420. Με διαφορετικό τύπο γραφής κάθε φορά (για να ξεχωρίζει ο writer), αλλά με το ίδιο «ανατρεπτικό» περιεχόμενο.

Τι σημαίνει, λοιπόν, αυτό το 420; Η απάντηση προκύπτει αν κόψουμε τον αριθμό στα δύο. Τότε έχουμε 4:20, ένδειξη ώρας, αλλά και 4/20, δηλαδή 20 Απριλίου σύμφωνα με τον αγγλικό τρόπο (όπου προτάσσεται ο μήνας). Ώρα και μήνας είναι ένα στην ιστορία του τέσσερα-είκοσι. Μια ιστορία στενά συνδεδεμένη με την (αντι)κουλτούρα των ναρκωτικών στην Αμερική του ’70.

Οι απόψεις διαφέρουν ως προς την προέλευση του κωδικού αριθμού. Κάποιοι λένε ότι αποτελεί προϊόν αστικού (για την ακρίβεια… παραθαλάσσιου) μύθου. Σύμφωνα με αυτόν, ένας σέρφερ στις ακτές της Καλιφόρνιας σκέφθηκε ότι στις 4:20 είναι καλή ώρα για να ανάψει κανείς μπάφο. Άποψη που ενστερνίστηκαν με ενθουσιασμό οι θαμώνες της παραλίας και έκτοτε έγινε συνήθεια, όπως το αγγλικό τσάι στις 5:00. Σύμφωνα με τον Στίβεν Χάγκερ, αρχισυντάκτη του High Times (μεγαλύτερου περιοδικού στον κόσμο με θεματολογία την κάνναβη), η διάδοση του αριθμού οφείλεται σε φαν του συγκροτήματος Grateful Dead. Από την πλευρά της, η Wikpedia αναφέρει ότι πρώτοι χρησιμοποίησαν τον αριθμό κάποιοι τινέιτζερ από το Σαν Ραφαέλ της Καλιφόρνιας, το 1971. Ψάχνοντας να βρουν μια εγκαταλειμμένη χασισοφυτεία στην περιοχή τους -και να απολαύσουν τη σοδειά- έδωσαν ραντεβού στις 20 Απριλίου και ώρα 4:20.

Το νούμερο αυτό διαδόθηκε, πέρασε στην κουλτούρα των σκέιτ μπόρντερ, στους στίχους πανκ-ροκ συγκροτημάτων και έγινε γκράφιτι που εξαπλώθηκε σε διάφορες πόλεις του κόσμου, αποτελώντας κωδική ονομασία του καπνίσματος μαριχουάνας. Όσο για την 20ή Απριλίου που ενυπάρχει στον κωδικό αριθμό, έχει κηρυχθεί στην Αμερική μέρα γιορτής και εκδηλώσεων για τη νομιμοποίηση χρήσης της κάνναβης.



Τι λέει η Wikipedia για το four-twenty;

The earliest use of the term began among a group of teenagers in San Rafael, California in 1971. Calling themselves the Waldos, because "their chosen hang-out spot was a wall outside the school," the group first used the term in connection to a fall 1971 plan to search for an abandoned cannabis crop that they had learned about. The Waldos designated the Louis Pasteur statue on the grounds of San Rafael High School as their meeting place, and 4:20 p.m. as their meeting time. The Waldos referred to this plan with the phrase "4:20 Louis". Multiple failed attempts to find the crop eventually shortened their phrase to simply "4:20", which ultimately evolved into a codeword that the teens used to mean pot-smoking in general.
http://en.wikipedia.org/wiki/420_(cannabis_culture)

Ιδέες για εικονογράφηση

Στο slang.gr διαβάζω:

Ο μπάφος είναι ένα τσιγάρο το οποίο καπνίζεται και ανήκει στα ελαφριά ναρκωτικά. Δηλαδή τα μη ιδιαίτερα εθιστικά. Αποτελείται από κανονικό καπνό για στρίψιμο ενός απλού καθημερινού τσιγάρου και κάνναβη. Η κάνναβη είναι το χασίσι, αλλά και η μαριχουάνα, δύο συγγενικά φυτά. Μπορεί να καπνιστεί είτε με μαριχουάνα δηλαδή, είτε με χασίς. Η διαφορά των δύο αυτών είναι πως το χασίς είναι 5 φορές δυνατότερο από τη μαριχουάνα και εντάσσονται στα λεγόμενα «ελαφριά ναρκωτικά» τα μη ιδιαίτερα εθιστικά δηλαδή. Ο μπάφος (καπνός+χασίς) ή αλλιώς φούντα, ή νταφού (το «φούντα» ανάποδα), ή μαύρο ή [βρομά] (το «μαύρο» ανάποδα) ή τσιγαριλίκι ή γάρο ή χόρτο ή grass, είναι ακριβώς τα ίδια πράγματα.
http://www.slang.gr/lemma/show/mpafos_223

Εγώ έχω άλλη απορία, αφού τα καλά λεξικά δεν περιέχουν τέτοια κακά πράγματα: ο μπάφος από πού προέρχεται; Από το μπαφιάζω;

Κυρίως και πάνω απ' όλα, θέλω να μεταφέρω το παρακάτω ανέκδοτο:

Ένα κοάλα καθόταν σε ένα δέντρο και κάπνιζε έναν μπάφο όταν μια σαυρίτσα πέρασε από κάτω, κοίταξε ψηλά και είπε:
«Έι κοάλα! Τι κάνεις;»
Το κοάλα είπε: «Καπνίζω έναν μπάφο. Ανέβα να κάνεις κι εσύ!»
Κι έτσι η σαυρίτσα σκαρφάλωσε και κάθισε δίπλα στο κοάλα και κάπνισαν μερικούς μπάφους.
Μετά από λίγο, η σαυρίτσα είπε ότι το στόμα της ξεράθηκε και θα πάει να πιει νερό από το ποτάμι. Αλλά η σαυρίτσα ήταν τόσο μαστουρωμένη που καθώς έγειρε για να πιει νερό, έπεσε μέσα στο ποτάμι. Την είδε ένας κροκόδειλος, κολύμπησε δίπλα της και τη βοήθησε να βγει από το νερό. Τότε ρώτησε τη σαύρα:
«Τι σου συμβαίνει;»
Η σαυρίτσα εξήγησε στον κροκόδειλο ότι καθόταν με το κοάλα πάνω στο δέντρο, κάπνισαν μερικούς μπάφους και μαστούρωσε τόσο πολύ που έπεσε μέσα στο ποτάμι καθώς προσπαθούσε να πιει νερό.
Ο κροκόδειλος είπε ότι θα πάει να δει και αυτός. Πήγε λοιπόν μέσα στο δάσος, βρήκε το δέντρο που καθόταν το κοάλα και κάπνιζε ακόμα μπάφο. Ο κροκόδειλος κοίταξε ψηλά και είπε:
«Έι, εσύ!»
Και το κοάλα κοίταξε κάτω και είπε:
«Ουάου ρε συ!!!! Πόσο νερό ήπιες;;;»
 
Ωραίο σημείωμα. Μόνο μια επισήμανση στο άρθρο του Μαλανδράκη: οι Άγγλοι δεν γράφουν πρώτα μήνα και μετά μέρα, εδώ και τουλάχιστον έναν αιώνα. Την ημερομηνία την γράφουν όπως κι εμείς. Οι Αμερικάνοι είναι που γράφουν πρώτα μήνα.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Reefer Blues - Canned Heat


A joint effort from Wikipedia and Wiktionary:

Etymology
The word joint ultimately originated from French, where it is an adjective meaning "joined" (past participle of the verb joindre), derived in turn from Latin iunctus, past participle of iugare ("join"/"bind"/"yoke").

By 1821, "joint" had become an Anglo-Irish term for an annexe, or a side-room "joined" to a main room. By 1877, this had developed into U.S. slang for a (usually unsavory) "place, building, establishment," especially referring to an opium den. By 1935, "joint" was being used to refer to the hypodermic needles used to inject heroin and other drugs at such establishments; this may have been influenced by the secondary meaning of "joint" in the sense of something done "in common" or shared. Its first usage in the sense of "marijuana cigarette" is dated to 1938.

Other terms
There are many slang terms mostly synonymous with the word joint, e.g. "fatty", can be used to describe a joint that contains an unusually large quantity of marijuana.

The term
spliff is a West Indian word of Jamaican English origin, but has spread to several western countries, particularly Canada, the United States, and many countries in Europe. Its precise etymology is unknown, but it is attested as early as 1936. While Jamaican spliffs are generally conical in shape, those elsewhere tend to be cylindrical and of varying lengths. A joint is also called a "doobie", mostly when rolled with king sized rolling papers.


Συνώνυμα: reefer, blunt, doob, toke tube, jimmy, exotic cheroot (UK), Mary Jane (λαϊκή παρετυμολογική επίδραση από το όνομα Maria Juana, για τη μαριχουάνα), ganja για την κάνναβη γενικά, κλπ.

Appendix: Cannabis slang.
 

daeman

Administrator
Staff member
[...] Στο slang.gr διαβάζω:

Ο μπάφος είναι ένα τσιγάρο το οποίο καπνίζεται και ανήκει στα ελαφριά ναρκωτικά. Δηλαδή τα μη ιδιαίτερα εθιστικά. Αποτελείται από κανονικό καπνό για στρίψιμο ενός απλού καθημερινού τσιγάρου και κάνναβη. Η κάνναβη είναι το χασίσι, αλλά και η μαριχουάνα, δύο συγγενικά φυτά. Μπορεί να καπνιστεί είτε με μαριχουάνα δηλαδή, είτε με χασίς. Η διαφορά των δύο αυτών είναι πως το χασίς είναι 5 φορές δυνατότερο από τη μαριχουάνα [...]

Παραδοσιακά, Cannabis indica για το χασίς, Cannabis sativa για τη μαριχουάνα, αλλά σήμερα παγκοσμιοποιήθηκαν κι έγιναν και αυτά αχταρμάς, μαζί με την Cannabis ruderalis και τα υβρίδια των φυτών.

Difference between Cannabis indica and Cannabis sativa

Cannabis indica may have a CBD:THC ratio 4–5 times that of Cannabis sativa. Cannabis strains with relatively high CBD:THC ratios are less likely to induce anxiety than vice versa. This may be due to CBD's antagonistic effects at the cannabinoid receptors, compared to THC's partial agonist effect. CBD is also a 5-HT1A receptor (serotonin) agonist, which may also contribute to an anxiolytic-content effect. This likely means the high concentrations of CBD found in Cannabis indica mitigate the anxiogenic effect of THC significantly. The effects of sativa are well known for its cerebral high, hence used daytime as medical cannabis, while indica are well known for its sedative effects and preferred night time as medical cannabis. Indica plants are normally shorter and stockier plants than sativas. They have wide, deeply serrated leaves and a compact and dense flower cluster. The effects of indicas are predominantly physical and sedative. Due to the relaxing nature of indicas, they are best used for non-active times of the day and before bed.

Wikipedia Portal: Cannabis.
 
Νίκελ, If he trades your dimes for nickels / and calls watermelons pickles / then you know you're talkin' to that reefer man

 
Μια και με πρόλαβε ο daeman για τα είδη της Cannabis, μεταφέρω κι εγώ ένα ανέκδοτο.

Τρεις τύποι είναι σε ένα δωμάτιο. Ο ένας σνιφάρει κόκα, ο άλλος έχει φάει τριπάκι και ο τρίτος καπνίζει μπάφο. Ξαφνικά χτυπάει η πόρτα.
Λέει ο πρώτος:
- Αμάν, οι μπάτσοι! Γρήγορα πάρτε θέσεις! Μόλις μπουν θα τους βάλουμε τρικλοποδιά, θα φάνε τα μούτρα τους κι εμείς θα φύγουμε τρέχοντας με χίλια!
Λέει ο δεύτερος:
- Όχι καλέ, τι είν' αυτά που λες; Θα ανοίξουμε το παράθυρο και θα φύγουμε πετώντας, σαν πεταλουδίτσες!
Λέει κι ο τρίτος:
- Καθίστε λίγο ρε παιδιά, χαλαρά, να το σκεφτούμε, να κάνουμε ένα τσιγάρο ακόμη...
 

nickel

Administrator
Staff member
Λέει κι ο τρίτος:
- Καθίστε λίγο ρε παιδιά, χαλαρά, να το σκεφτούμε, να κάνουμε ένα τσιγάρο ακόμη...
ΚΙ εγώ ξαναρωτάω: ο μπάφος από πού βγαίνει;
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Στο Λεξικό της πιάτσας του Ζάχου (έκδ. 1981) δεν υπάρχει λήμμα μπάφος. Υπάρχουν όμως τα εξής σχετικά:

μπάφα* = (α) αντικείμενο ή κουβέντα χωρίς ενδιαφέρον, χωρίς νόημα, χωρίς περιεχόμενο. Μάλλον από τη μπάφα, το μεγάλο ποταμίσιο ψάρι που το κάνουν μόνο ψαρόσουπα και που δεν έχει νοστιμιά (β) ποτό κακής ποιότητος (γ) η ζάλη που προκαλεί το ποτό κακής ποιότητος.

μπάφας = το άτομο που ζαλίζει τους γύρω του με τα λόγια και τη συμπεριφορά του.

μπαφιάζω = ζαλίζομαι, κουράζομαι από μια κατάσταση, παύω να μπορώ ν' αντέξω τις συνθήκες στις οποίες ζω.

μπαφίλα, μπαφίλες = ζάλη, κούραση που προέρχεται από μια κατάσταση, από συνθήκες εργασίας ή ζωής, ή από εργασία που διάρκεσε πολλές ώρες.


*Μπάφα είναι ο θηλυκός, αυγωμένος κέφαλος, από τον οποίο παράγεται το αυγοτάραχο

Κοιτάζοντας προσεκτικά τα πιο πάνω λήμματα νομίζω ότι μπορούμε να συμπεράνουμε τα εξής:

(α) Δεν υπάρχει άμεση αναφορά στον συγκεκριμένο, ζητούμενο μπάφο.

(β) Με την εξαίρεση του πρώτου ορισμού για την μπάφα, θα μπορούσαμε να έχουμε μεταφορά από τον μπάφο στα ποτά και, στη συνέχεια, στη σχετική ζάλη. Θα μπορούσαμε όμως να έχουμε και την αντίστροφή πορεία, όπου μπάφος είναι κάτι που προκαλεί μπάφα.

Η αίσθησή μου είναι ότι, επειδή το ρήμα μπαφιάζω είναι πολύ διαδεδομένο και η χρήση του δεν συνδέεται με κανενός είδους ταμπού, το πιθανότερο είναι η μπάφα να προκάλεσε τον μπάφο και όχι το αντίστροφο. Θα χρειαζόντουσαν όμως και κάποια αποδεικτικά στοιχεία, π.χ. πότε πρωτοεμφανίζεται το ρ. μπαφιάζω και πότε ο μπάφος, πράγμα σίγουρα πιο δύσκολο για τη δεύτερη λέξη.

Τώρα, αν η μπάφα, ο θηλυκός κέφαλος, οδήγησε στη βαρετή σούπα και από εκεί γενικεύτηκε στο κουραστικό και πέρασε στο ζαλιστικό, αυτό θα ήταν μια διαδρομή της οποίας θα έπρεπε ίσως να μπορούμε να εντοπίσουμε ίχνη της.
 

Cadmian

New member
Eπίσης, bafo είναι και η ανάσα ή ο ατμός στα πορτογαλικά. Θα το διασταυρώσω και αργότερα με φυσική ομιλήτρια της γλώσσας. Σε θεωρίες να βρισκόμαστε :cheek:
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Για το γερμανικό, δεν φαίνεται να είναι κάποια διαδεδομένη ονομασία· ίσως κάτι τοπικό, βαυαρέζικο, ηχομιμητικό (το buff μπορεί να ακούγεται και «πουφ»). Αυτές οι εμφανίσεις νομίζω ότι είναι συμπτωματικές (και το ισραηλινό μοιάζει επίσης τοπικής χρήσης).
 

Cadmian

New member
Το παρατήρησα, αλλά κάποτε είχα σκεφτεί ότι και το δικό μας μπορεί να έχει ηχομιμητική προέλευση, δεδομένου ότι τον μπάφο πέρα απ' το να τον πίνουμε, καμιά φορά τον σκάμε κιόλας (παφ...).

Είπαμε, σε θεωρίες να βρισκόμαστε.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Το πορτογαλικό φαίνεται όμως ενδιαφέρουσα προοπτική, ιδίως μέσα από το μεσογειακό ναυτικό κοινόλεκτο. Και μάλιστα, αρκετά παλιά προέλευση ώστε να περάσει πρώτα στο κακό μεθύσι και μετά στην καθημερινή γλώσσα, εντελώς απενοχοποιημένα.
 

Cadmian

New member
Επίσης, σχετικά καλή πηγή για το λεξιλόγιο της ναρκοκουλτούρας είναι αυτό εδώ. Όλο και κάτι μπορεί να αναφέρει, αλλά δυστυχώς είναι κάτι χώρες μακριά από εδώ που βρίσκομαι τώρα. Αν κάποιος το έχει, ας ρίξει μια ματιά.
 

nickel

Administrator
Staff member
Πάντως ο μπάφος δεν απέχει από το «πάφα-πούφα».
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ας προσθέσω και λίγο ΛΚΝ:

μπαφιάζω [bafxázo] Ρ2.1α μππ. μπαφιασμένος* : (οικ.) αισθάνομαι άσχημα, δυσανασχετώ για ορισμένη κατάσταση ή ενέργεια που συνεχίζεται: Mπάφιασε από το διάβασμα και πήγε να κάνει μια βόλτα.

[ιταλ. (διαλεκτ.) baf(a) `βαριά ατμόσφαιρα, δύσπνοια΄ -ιάζω]


Αναρωτιέμαι, αυτή η βαριά ατμόσφαιρα δεν εμπνέει;
 

nickel

Administrator
Staff member
Σίγουρα δεν έχει εμπνεύσει το Λεξικογραφικό Κέντρο. ΛΝΕΓ και ΕΛΝΕΓ θεωρούν ότι το μπαφιάζω είναι ηχομιμητικό, από τον ήχο της βεβιασμένης εκπνοής.
 
Πάντως είναι πολύ λογικό ο μπάφος να έχει βγει υποχωρητικά από το μπαφιάζω (με μεσολάβηση ή όχι της μπάφας) ενώ το αντίστροφο μάλλον αποκλείεται.
 
Top