αυτοαντώνυμα

Zazula

Administrator
Staff member
Άλλο ένα αυταντώνυμο της αρχαίας, το οποίο λείπει απ' το παραπάνω ιστολόγιο: ἄβιος μπορεί να είναι και ο φτωχός και ο πλούσιος.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Ε ναι, είναι η λέξη με αφορμή την οποία έκανα το σχόλιο που παρατίθεται στην αρχή του παρόντος νήματος.
 

pidyo

New member
Σκόνταψα σήμερα στον όρο contronym και θυμήθηκα το νήμα. Το παράθεμα μέσα στο παράθεμα του Ζάζουλα έχει και άλλους αγγλικούς όρους: contranym, antilogies, Janus words και το πανέμορφο enantiondromes. Το τελευταίο δεν υπάρχει περίπτωση να πιάσει, καθώς enantiodromia είναι και όρος της ψυχολογίας με τελείως διαφορετικό νόημα. To λήμμα της wiki για τα αυτοαντώνυμα προσθέτει τα antagonym, self-antonym, antilogy και addad (πληθ. της αραβικής λέξης didd), ενώ αποκαλεί το φαινόμενο enantiosemy (ακριβέστατο), enantionymy ή antilogy.

Προσωπικά θα διέγραφα τα antilogy (δεν μ' αρέσει να περιγράφει μια λέξη και το φαινόμενο και τα instances αυτού), Janus words (προτιμώ μια λέξη), enantiodrome (λόγω ψυχολογίας), enantiosemy, enantionymy και enantionym (μου δίνει την εντύπωση ότι σημαίνει μόνο ότι μια λέξη σημαίνει το αντίθετό της και όχι ότι σημαίνει και το αντίθετό της όπως είναι το σωστό), antagonym (κάκιστα ελληνικά), addad (να το πούμε και Μήτσο αν είναι). Οπότε μου απομένουν τα self-antonym (με self-antonymy), auto-antonym (autantonym) / auto-antonymy (autantonymy), contronym / contronymy.

Προτιμήσεις (βάσει αισθητικής και ορολογικής προτίμησης, γενικευμένης χρήσης ή και βαθμού επίσημης καθιέρωσης);
 

nickel

Administrator
Staff member
Στο auto-antonym έχω μείνει επειδή και τα τρία στοιχεία του είναι ελληνικά. Όσο δεν έχουμε αντώνυμα των... αυτοκινήτων, είναι το καλύτερο.
 

Zazula

Administrator
Staff member
Νέα προσθήκη:
Να ένα άλλο παράδειγμα που μια λέξη που ξεκινάει με απο- σημαίνει και τις δύο αντίθετες έννοιες:

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αποσκλήρυνση η: 1.(γεωλ.) η σκλήρυνση των πετρωμάτων, συνήθ. λόγω θέρμανσης. 2. (χημ.) η απομάκρυνση των αλάτων (ασβεστίου, μαγνησίου, σιδήρου κτλ.) από το σκληρό νερό.
[λόγ. απο- σκληρύν(ω) -σις > -ση μτφρδ. γερμ. Εnthärtung]

[Λεξικό Γεωργακά]
αποσκλήρυνση η, (L) hardening, toughening (syn σκλήρυνση): ~ χάλυβος steel tempering [fr kath (neol Koumanoudis) αποσκλήρυνσις, der of AG (+) ἀποσκληρύνω]

Και παλιότερο, για το πρόθημα λιπο-: http://lexilogia.gr/forum/showthrea...-μικρολαθάκια)&p=160676&viewfull=1#post160676
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Ας προσθέσω και εδώ, προς παρακολούθηση αυστηρά και μόνο, αφού παραμένει λάθος 100%, αυτό:

Το άκουσα πριν από λίγο από την παρουσιάστρια στις ειδήσεις του Σκάι και η φυσικότητα που το είπε με κάνει να το κατατάξω στις γκάφες:

...χωρίς πολιτική παρέμβαση, οι διαπραγματεύσεις δεν πρόκειται να αποτελματωθούν..., με άλλα λόγια, χρησιμοποίησε το αποτελματώνομαι ως αντίθετο του τελματώνομαι και όχι ως κορυφαίο στάδιο της (απο)τελμάτωσης.
 

nickel

Administrator
Staff member
Η λέξη δεν ανήκει ακριβώς σ' αυτό το νήμα, αλλά δεν θέλω να τη βάλω στις «λέξεις για φιγούρα και τρικλοποδιές», κυρίως γιατί νομίζω ότι όσοι τη χρησιμοποιούν τη χρησιμοποιούν σωστά.

Αναφέρομαι στο επίθετο επουσιώδης. Ξέρουμε ότι το επι- είναι συχνά επιτατικό (ΛΚΝ: «επιτείνει τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: επαυξάνω, επιβεβαιώνω, επιβραδύνω, επιταχύνω· επαύξηση· επιβεβαιωτικός»). Ωστόσο, το επουσιώδης έχει σχέση αντωνυμική προς το ουσιώδης. Πώς κι έτσι; Επειδή επουσιώδες είναι αυτό που προστίθεται στην ουσία, που έχει δευτερεύουσα σημασία και άρα δεν είναι ουσιώδες.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
Και μια λανθασμένη χρήση της αποθησαύρισης εδώ, σαν να πρόκειται για το αντίθετο κάποιας ανύπαρκτης *θησαύρισης!

Το χρήμα που βγαίνει δειλά δειλά στην επιφάνεια σηματοδοτεί και την τάση για σταδιακή αποθησαύριση των νοικοκυριών, που ανασύρουν χρήματα από τα σεντούκια για την πληρωμή πάσης φύσης υποχρεώσεων.

Άλλωστε, η δεύτερη σημασία του θησαυρίζω (η πρώτη είναι η γνωστή: πλουτίζω) είναι η ...αποθησαυρίζω.
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Και μια αποτυχημένη προσπάθεια:



Ή ίσως διαφημιστική αδεία (δοτ.).

Αποτυχημένη επειδή αυτά τα υγρά ξεθαμπώνουν τα γυαλικά και κανονικά λέγονται αντιθαμπωτικά (ή αντιθαμβωτικά, κομιλφό), ενώ το εκ στο εκθαμβωτικό δεν σημαίνει ξε-. Διαφημιστική αδεία εάν σκέφτηκαν ότι τα ξεθαμπωμένα γυαλικά μάς εκθαμβώνουν. Εμένα πάντως με θάμπωσε.
 

nickel

Administrator
Staff member
Επειδή φαίνεται να πήγε βόλτα το αγγλικό του #12, να ένα όμοιο που ελπίζουμε να μείνει στη θέση του.

contranyms.jpg
 
Ωραίο… Μερικά από αυτά μου αρέσουν πολύ, όπως το bound (διαφορετικές λέξεις) και το screen (ίδια λέξη με διαφορετικές σημασίες).

Άλλα πάλι δεν τα καταλαβαίνω: χρειάζεται αρκετή φαντασία για να θεωρηθούν αντίθετες ή αντιφατικές οι δύο σημασίες του peer, ας πούμε, ή του scour· τα δε execute και left off δεν απέχουν πολύ. (Επίσης, επαναλαμβάνεται το oversight, και το ίδιο ισχύει πρακτικά για τα trim – trimmed – trim down, dust-dusty-dusting και weather-weathered. Το resign λειτουργεί έτσι μόνο γραπτώς, και το rent είναι στον λάθος χρόνο στη μια σημασία. Η λίστα θα μπορούσε άνετα να έχει σαράντα αντί για πενήντα καταχωρίσεις.)

Πάντως με την ίδια λογική μπορούμε να βάλουμε στα ελληνικά όχι μόνο το νοικιάζω (που το πήρε κάπου το μάτι μου) αλλά και το μαθαίνω.
 

SBE

¥
Και μερικά είναι απλώς ομόηχα, αφού προέρχονται από διαφορετικές ρίζες
 

nickel

Administrator
Staff member
Τα έβαλα σε αλφαβητική σειρά και ζήτησα τη γνώμη της ΤΝ. Και να τι μου είπε:


TRUE CONTRONYMS (Recognized by authoritative sources):

  1. Apology – Expression of regret vs. formal justification or defense.
  2. Bolt – To secure vs. to flee.
  3. Bound – Heading to vs. tied up/restricted.
  4. Cleave – To split vs. to adhere. [Classic example.]
  5. Clip – To attach vs. to cut off. [Also classic.]
  6. Consult – To give advice vs. to seek advice.
  7. Dust – To remove dust vs. to apply dust.
  8. Execute – To carry out vs. to kill.
  9. Fast – Quick vs. fixed firmly (immobile).
  10. Finished – Completed vs. destroyed.
  11. Flog – To promote aggressively vs. to beat.
  12. Help – To assist vs. to prevent (“can’t help but…” = cannot prevent).
  13. Hold up – To support vs. to delay.
  14. Lease – To rent out vs. to rent from.
  15. Left – Departed vs. remaining.
  16. Off – Deactivated (light off) vs. started (alarm went off).
  17. Out – Visible (stars out) vs. not functioning (lights out).
  18. Oversight – Supervision vs. failure to notice.
  19. Peer – Equal vs. to look closely.
  20. Ravel – To tangle vs. to untangle.
  21. RentTo lease vs. to tear. To lease out vs. to lease from.
  22. Resign – To quit vs. to sign again.
  23. Sanction – To approve vs. to penalize.
  24. Scour – To search vs. to scrub.
  25. Screen – To show vs. to conceal.
  26. Seed – To plant vs. to remove seeds.
  27. Stone – To pelt vs. to remove stones.
  28. Strike – To hit vs. to miss (in baseball).
  29. Throw out – To discard vs. to propose.
  30. Trim – To decorate vs. to cut.
  31. Trip – To stumble vs. to travel.
  32. Weather – To endure vs. to erode.
  33. Wind up – To end vs. to initiate (by winding).

AMBIGUOUS, SLANGY, OR NON-STANDARD (Not true contronyms):

  1. Blunt – "To blunt" = dull. "To be blunt" = speak plainly. Not true opposites.
  2. Disciplined – Well-behaved vs. punished. Related but not opposite.
  3. Dusting / Dust-off / Dusty – Extensions of “dust.” “Dust-off” meaning “reuse” is more idiomatic.
  4. Go – To proceed vs. to fail. “Engine went” = euphemism, not standard sense.
  5. Left off – “Picked up where left off” vs. excluded – more of a phrase ambiguity.
  6. Model – Good example vs. bad one to avoid? The “avoid” meaning is not standard.
  7. Out of – "Lacking" vs. "originating from" – not exactly opposites.
  8. Pop – To appear vs. disappear – not always opposite; contextually slippery.
  9. Sanguine – Optimistic vs. blood-related/bloodthirsty – more of an etymological divergence than true antonymy.
  10. Sick – Ill vs. excellent – slang-driven, not dictionary-recognized antonyms.
  11. Strike down – To nullify vs. to destroy dissent? “Enforce” is not a direct opposite of nullify.
  12. Trim down – Slim vs. enhance appearance – more complementary than contradictory.
  13. Trimmed – Cut vs. decorated – coexisting meanings, not true opposites.
  14. Weathered – Endured vs. worn – related through exposure, not contradictory.
 

cougr

¥
Rent – To lease vs. to tear.
Δεν τα έχω διαβάσει όλα, αλλά μου φαίνεται ότι η εξήγηση που δίνεται για το rent είναι λανθασμένη. Δεν βγάζει νόημα.
 

nickel

Administrator
Staff member
Δεν τα έχω διαβάσει όλα...
Εγώ έχω διαβάσει ελάχιστα. Τα έριξα χύμα και περιμένω από τους άλλους να βγάλουν τα φίδια από τις τρύπες. :-)
Εδώ η ΤΝ πάτησε πάνω στο κείμενο που της έδωσα, όπου η αντίθεση είναι αδιάφορη και αφορά ομώνυμα, ρήματα διαφορετικής ετυμολογίας. Προφανώς όμως πρόκειται για την αντίθεση μισθώνω - εκμισθώνω.
 

pontios

Well-known member
I mentioned "luck out" before in another thread, I think? But what I had to say wasn't given much credence and was even challenged (never mind). :-)


This is what chatgpt has to say, anyway ...

"The phrase "luck out" has different meanings depending on the region:


In American English (most common usage):​


  • "To luck out" means to be very lucky or fortunate.
    • Example: We really lucked out with the weather on our wedding day.

In British English (less common usage, and often misunderstood):​


  • Sometimes used to mean the oppositeto run out of luck or have bad luck.
    • However, this usage is rare and mostly outdated."



✅ So in modern use — especially in the U.S., Australia, and Canada — "luck out" almost always means to get lucky unexpectedly.
 
Last edited:
Top