αποδιαλεγούδι κ. -διαλέγι κ. -λούδι κ. -διαλεγούρι
1. ό,τι απομένει μετά τη διαλογή, μετά το ξεδιάλεγμα των καλύτερων
2. (παρ.) «όπου πολύ διαλέει στ' αποδιαλεγούδια μένει» — ο πολύ διστακτικός στην εκλογή του καταλήγει σε πλήρη αποτυχία.
Το είδαμε και «αποδιαλεούνια». Πώς να το μεταφράσουμε;
1. ό,τι απομένει μετά τη διαλογή, μετά το ξεδιάλεγμα των καλύτερων
2. (παρ.) «όπου πολύ διαλέει στ' αποδιαλεγούδια μένει» — ο πολύ διστακτικός στην εκλογή του καταλήγει σε πλήρη αποτυχία.
Το είδαμε και «αποδιαλεούνια». Πώς να το μεταφράσουμε;