Προσθέτω τη λέξη σαν νεολογισμό, μια και δεν τη βρίσκεις ούτε στα μονόγλωσσα ούτε στα δίγλωσσα λεξικά. Υπάρχει ο αντιστρεπτός (reversible), βέβαια. Και συχνότατα χρησιμοποιούσαμε το μη αντιστρέψιμος σαν απόδοση τού irreversible.
Π.χ.
αντιστρεπτές και αναντίστρεπτες ηλεκτροχημικές αντιδράσεις = reversible and irreversible electrochemical reactions
Η πτώση της διαφήμισης και της κυκλοφορίας είναι αναντίστρεπτη. (Μ. Μητσός, Τα Νέα)
αναντίστρεπτες επιπτώσεις στην υγεία κ.λπ. = irreversible effects / impact on the health etc.
Π.χ.
αντιστρεπτές και αναντίστρεπτες ηλεκτροχημικές αντιδράσεις = reversible and irreversible electrochemical reactions
Η πτώση της διαφήμισης και της κυκλοφορίας είναι αναντίστρεπτη. (Μ. Μητσός, Τα Νέα)
αναντίστρεπτες επιπτώσεις στην υγεία κ.λπ. = irreversible effects / impact on the health etc.