Λεξιπλασίες (Nonce words)

Αλεξάνδρα, καλησπέρα...

Butlerfly: insect of the Lepidoptera family, to be found mostly in the British countryside; graceful, devoted and hardworking, converses solely in Victorian English
 
ουτοπικοποίηση
η ιδανική τοπική προσαρμογή λογισμικού και, ως εκ τούτου, η ουτοπική τοπικοποίηση
 
ουτοπικοποίηση
η ιδανική τοπική προσαρμογή λογισμικού και, ως εκ τούτου, η ουτοπική τοπικοποίηση
Καλή τοπικοποίηση είναι η μη τοπικοποίηση... (βαθύς αναστεναγμός)
Γεια σου Ζαζ, εραστή του ανέφικτου! :p
 
φλώρουμ
φόρουμ για φλώρους | φόρουμ με πολλούς φλώρους

ΥΓ Και, πάνω που νόμιζα ότι είναι και καλά έξυπνη λεξιπλασία, να σου πάνω και κοντά 5.500 ευρήματα!
 
leperchaun
1. a leprechaun, dwarf or sprite that has leprosy
2. an outcast who will reveal the location of a hidden crock of gold to anyone who catches him
 
προθυματοποιούμαι
προθυμοποιούμαι να γίνω αντικείμενο εκμετάλλευσης, προσφέρομαι εθελοντικά (συνήθ. με ζήλο) να είμαι το θύμα· Ψάχναμε ποιος θα είναι υπηρεσία όλο το καλοκαίρι, κι ευτυχώς προθυματοποιήθηκε ο Νίκος. προθυματοποίηση, η (ουσ.)
 
νηνημία

Έλλειψη νημάτων, άπνοια στο φόρουμ. Επίσης ανημία (ευχαριστώ για την ψηλοκρεμαστή σέντρα από εδώ).
 
εξερευνηστικός
αυτός που σχετίζεται με την έρευνα για φαγητό (συνήθ. στη φράση εξερευνηστική αποστολή, η βόλτα για ανεύρεση του πού θα κάτσουμε να φάμε)

παραπλανηστικός
αυτός που εμφανίζεται σε τραπέζι δηλώνοντας εξ αρχής ότι έχει ήδη φάει, και στη συνέχεια κατεβάζει τον αγλέουρα

θρηνηστικός
ο εκ πείνας θρηνών· θρηνηστικά τραγούδια (λογιότ., συνήθ. σκωπτ.) το γουργούρισμα της κοιλιάς
 
παραπλανηστικός
αυτός που εμφανίζεται σε τραπέζι δηλώνοντας εξ αρχής ότι έχει ήδη φάει, και στη συνέχεια κατεβάζει τον αγλέουρα
Ποιον μου θυμίζει, ποιον μου θυμίζει...
 
Κοίτα πώς σε κοιτώ, περιφρονηστικά!
:D Ηθικό δίδαγμα: μη διαβάζετε τις απαντήσεις του Νίκελ πίνοντας καφέ, γιατί μπορεί να πνιγείτε από τα γέλια με τη γουλιά σας.:D
 
ιδιώνημα (το) = νήμα του φόρουμ με ιδιώνυμα μεταφραστικά αδικήματα.
 
ενδηκτικός
αυτός που δαγκώνει για να δηλώσει τις προθέσεις του
 
σκεύος πουρέξ
το σιτεμένο σκεύος ηδονής (κν. πουρό), το οποίο συνήθ. χρησιμοποιείται για την παρασκευή ζωμού από γριές κότες
ΣΗΜ. Κατ' αναλογία προς το πυρίμαχο σκεύος (πυρέξ, βλ.λ.), καλείται και απόμαχο σκεύος.

μπουρτζόβενο
(ειρων.) ο απολίτιστος άντρας προχωρημένης ηλικίας που νεανίζει ανάρμοστα, ο αγροίκος τζόβενος
 
Back
Top