Λεξιπλασίες (Nonce words)

Οπότε πρέπει να συνθέσουμε και να αυτοσχεδιάσουμε. Χμ.

Φανοποβισμός, φανοποβία.
Fanopovism, fanopovia.
(POV, point of view by someone's fans)

ή γενικότερα

στρεψογραφία, στρεψογράφοι, στρεψογραφώ
 
Φανοποβισμός, φανοποβία.
Fanopovism, fanopovia.
(POV, point of view by someone's fans)

Εχμ.. όχι ακριβώς (δεδομένου ότι δεν ήταν απλώς η άποψη των οπαδών κάποιου, αλλά κανονική, εσκεμμένη διαστρέβλωση στοιχείων).

Όμως μου δίνεις μια καλή ιδέα για άλλο νεολογισμό:
Μελιδονισμός = ελαφρώς ξώφαλτση αλλά πάντα ευφάνταστη και δημιουργική απόπειρα ορισμού λέξεων. ;)

(Καλή καρδιά, ε!) :wub:
 
Εχμ.. όχι ακριβώς (δεδομένου ότι δεν ήταν απλώς η άποψη των οπαδών κάποιου, αλλά κανονική, εσκεμμένη διαστρέβλωση στοιχείων).

Όμως μου δίνεις μια καλή ιδέα για άλλο νεολογισμό:
Μελιδονισμός = ελαφρώς ξώφαλτση αλλά πάντα ευφάνταστη και δημιουργική απόπειρα ορισμού λέξεων. ;)

(Καλή καρδιά, ε!) :wub:

:-) έβαλα, με έδιτ, και το στρεψογραφία
 
Ψάχνοντας βρήκα και τη στρεψολογία δίχως χρήση σε σύγχρονο ελληνικό διαδικτυακό κείμενο.

Και όμως, δίπλα στο "μη βάζεις λόγια στο στόμα, μη διαστρέφεις αυτό που είπα",
θα μπορούσε εναλλακτικά να ειπωθεί, αν ταιριάζει, "με στρεψολόγησες, μη με στρεψολογείς, είσαι στρεψολόγος"
 
Να θυμίσω ότι όροι που δημιουργούμε για το κέφι μας μπαίνουν στις Λεξιπλασίες. Στους Νεολογισμούς καταγράφουμε λέξεις που θεωρούμε ότι έχουν διαδοθεί αρκετά ώστε να πιστεύουμε ότι θα επικρατήσουν, ότι καλό είναι να τις μάθουν και άλλοι (για να επικρατήσουν πιο γρήγορα) και ότι δεν αποκλείεται να τις δούμε και στην επόμενη έκδοση του ΛΝΕΓ (ή του ΛΚΝ;;;).
 
Δεν μπορώ να βάλω τους όρους στους νεολογισμούς γιατί δεν είναι γνωστοί και μάλιστα νομίζω ότι ο ένας έχει χρησιμοποιηθεί λάθος.

κρισιγενής, -ής, -ές επίθ. που έχει προκύψει ως συνέπεια μιας κρίσης, συν. της τρέχουσας οικονομικής κρίσης: κρισιγενής ανεργία.

κρισιγόνος, -α (-ος), -ο επίθ. που προκαλεί οικονομικές ή άλλες κρίσεις: κρισιγόνος καπιταλισμός.
 
πεζεραστής (Peugeραστής) ο φανατικός —και όχι άδικα!— των αυτοκινήτων Πεζό
ΝΒ Η χρήση της λέξης να αποφεύγεται στην Κρήτη, ειδικά ως κατηγορούμενο με ρήμα στο α' ενικό (είμαι μεγάλος πεζεραστής).
 
Ωρέ συ, ζιάντα ν' αποφεύζεται; Ίντα θα βζει; Η ζάντα θα του βζει ζή τ' όνομα;

πεζόφιλοι:

caption_competition_226.shtml
car_ap595credit.jpg


car_ap595credit.jpg
 
Με έμπνευση από συζήτηση για την αρίθμηση με το κόππα.


koppas.jpg

1. Κόππα κεραυνός
2. Κόππα γκλίτσα
3. Κόππα κουδουνίστρα
4. Κόππα καμπάνα​
 
κοππάζω: 1. Εμπνέομαι από το κόππα για να επιδοθώ σε λεξιπλασίες και λοιπές ευφάνταστες δραστηριότητες. Ο Νίκελ κοππάζει ασυστόλως. 2. Γίνομαι ενενήντα χρονών. Σιγά μην κοππάσει, τέτοιο σαπάκι που είναι.
 
Μια που ξαναπιάσατε αυτό το νήμα:

Αιολική γη: Terra Babiniotea. Κατοικείται από αγώρια χωρίς φιλαινάδες. Κύριο αγροτικό προϊόν: ρωδάκινα. Κύριο βιομηχανικό προϊόν: τσηρώτο.
 
argumentum ad synestrammenum: Επιχείρημα περί της σπουδαιότητας των ζητημάτων, βασισμένο σε ακατάρριπτη επιστημονική μέθοδο. Συγκαλείται έκτακτη λεξιλογική σύναξη για την εξέταση του φλέγοντος ζητήματος και, αν εμφανιστεί η Συνεστραμμένη Όλιβερ, προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι το ζήτημα είναι πάρα μα πάρα πολύ σημαντικό.

argumentum ad Alexandram: Επιχείρημα περί της ύπαρξης ορίων της ανθρώπινης αντοχής. Προκύπτει από την ιδέα ενός σαδιστή να αναθέσει στην Αλεξάνδρα τον υποτιτλισμό μιας συνέντευξης όπου ο συνεντευξιαζόμενος κακολογούσε τον γιο της.

argumentum ad paidakium: Επιχείρημα περί της ύπαρξης ορίων του ανθρώπινου θάρρους. Προκύπτει από τη θέσπιση της ποινής για ασέβεια έναντι των αδμινιστρατομοδερατόρων της Λεξιλογίας, ότι όποιος διαπράξει τέτοιο ολίσθημα θα πρέπει στην επόμενη λεξιλογική σύναξη να φάει περισσότερα παϊδάκια από τον Νίκελ.

argumentum ad Palavram: Επιχείρημα περί της μη ύπαρξης ορίων του ανθρώπινου θάρρους, αντίθετο του προηγούμενου. Προκύπτει από το γεγονός ότι η Παλάβρα δεν ορρωδεί προ ουδενός, των μεταφραστικών εξτρίμ σπορ συμπεριλαμβανομένων.

argumentum ad Zazulam: Επιχείρημα περί της απύθμενης σκληρότητας της ανθρώπινης ψυχής. Ευεξήγητο. Τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια;

argumentum ad Themium: Επιχείρημα περί της φθίνουσας παραγωγικότητας των εργαζομένων όταν έχουν υπερβολικά πολλή δουλειά. Αφού ούτως ή άλλως δεν προλαβαίνουν να την κάνουν, εφευρίσκουν κάτι άλλο να ασχοληθούν. Όχι, δεν σας λέω από πού προκύπτει.
 
σφάλτερ έγκο = ο λάθος μου εαυτός
εφιάλτερ έγκο = ο κακός μου εαυτός
ψάλτερ έγκο = αυτό που είναι ο δεξιός ψάλτης για τον αριστερό και αντιστρόφως
 
αναμνηστήρας = το φουρφούρι που μας δρόσιζε στον καύσωνα. Για λίγο μας θυμίζει το φευγάτο καλοκαίρι πριν το ανεβάσουμε στο πατάρι. Και του χρόνου!

Εναλλακτικά: ο αρραβωνιάρης που ξαποστείλαμε λίγο πριν το γάμο γιατί ανακαλύψαμε πως δεν μας έκανε και είναι πια μια μακρινή ανάμνηση. Στην περίπτωση που προλάβαμε και τον παντρευτήκαμε αλλά τον ξαποστείλαμε μετά, λέγεται απλώς ο συχωρεμένος.
 
Παλιά λέγαμε βουβουζέλα.

Αφού διάβασα αυτό για τον πληθυντικό ευγενείας, πιστεύω ότι η λέξη θα έπρεπε να είναι:

τυτυέλα, πληθ. βουβουζελάτε

(Μήπως παραήταν δυνατό το χτεσινό κρασί;...)
 
Back
Top