I wish I'd found this earlier
βιόλα1, η ουσ. [<ιταλ. viola]...-βαράω την ίδια βιόλα, βλ. φρ. βαράω το ίδιο βιολί.* (Λαϊκό τραγούδι: βαράνε τα κορίτσια την ίδια πάντα βιόλα και βρίσκουνε τ’ αγόρια τους και πίνουνε απ’ όλα)·
(Obviously, I don't listen to rebetika all that much.)...