Όπως φαίνεται και σε άλλο νήμα:
κάθομαι
1. δίνω στο σώμα μου τέτοια θέση, ώστε το βάρος του να στηρίζεται στους γλουτούς, συνήθ. με τον κορμό κάθετα στους μηρούς (συγγνώμη, αλλά αυτός είναι ο ορισμός στο Χρηστικό). Στα αγγλικά: sit, be seated.
2. στέκομαι: κάθομαι όρθιος. Έκατσα στην άκρη και...