...
Και μάλιστα λημματογραφείται στο Χρηστικό:
μάτσο 2 μά-τσο επίθ. [άκλ.]: για άνδρα, συνήθ. γεροδεμένο, που χαρακτηρίζεται από έντονη αρρενωπότητα. Πβ. φουσκωτός. Βλ. μετροσέξουαλ || (ως επίθ.) ~ ύφος. [<ισπ. macho]
Και με παράγωγο τη ματσίλα (υποθέτω κατά την αντρίλα, βαρβατίλα, ποδαρίλα...