Πάντως το στιγματίζω έχει μόνο αρνητική σημασία:
ΛΚΝ
στιγματίζω [stiγmatízo] -ομαι Ρ2.1 : α. κατηγορώ, επικρίνω κτ. ή κπ. με οξύτητα, επισημαίνοντας τον ιδιαίτερα αρνητικό χαρακτήρα των ενεργειών του, τον στηλιτεύω: Φαινόμενα ηθικής παρακμής πρέπει να στιγματίζονται. Στιγματίστηκε δημόσια για...