συσσοβίτης, ο (οικοδ.) ο σοβατίζων γουρούνια
συσσοβητής, ο (ποιμεν.) γουρουνοδιώχτης, εκ των συς/υς και σοβέω/ώ
συστάδην (ακλ., ιων.) το τάδε γουρούνι
συσμανόγλοιον, το (νοσοκ.) γλοιώδης βαφή νυχιών για φιλάρεσκες γουρουνίτσες
sysop, ο (ακλ., ξεν.) γουρουνομούρης