Νεολογισμοί (Neologisms)

bernardina

Moderator
μπουρκίνι. Σύνθετη από το μπούργκα και μπικίνι. Και burkini ή burqini
Ειδήσεις κι άλλες ειδήσεις

Και εικόνα

Burkini230607MOS_468x810.jpg
 

Zazula

Administrator
Staff member
ΛΚΝ και ΛΝΕΓ έχουν την κηποτεχνία, αλλά τους λείπει (όπως κι απ' το Αντίστροφο Αναστασιάδη-Συμεωνίδη) ο κηποτέχνης — που το είδα στην κάρτα που μου άφησε ένας τέτοιος σήμερα στην εξώπορτά μου. :)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Χρειάζεται να προστεθεί στις σημασίες τής λ. ελεύθερος και η νεολογική που προκύπτει από τη σύμφραση ελεύθερη λεωφόρος· τούτο το δίλεκτο αποδίδει το αγγλ. freeway και χρησιμοποιείται και με τη σημασία "ελεγχόμενης επί πληρωμή πρόσβασης οδός ταχείας κυκλοφορίας" της λ. freeway —μ' άλλα λόγια expressway, ακολουθεί σχετ. σχόλιο παρακάτω— (βλ. Ελεύθερη Λεωφόρος Ελευσίνας-Σταυρού-Σπάτων) και με τη σημασία "οδός ταχείας κυκλοφορίας χωρίς διόδια" (βλ. Αστική Ελεύθερη Λεωφόρος Συγγρού, όπου το τρίλεκτο «αστική ελεύθερη λεωφόρος» αποδίδει το urban freeway, Ελεύθερη Λεωφόρος Σταυρού-Ραφήνας, Ελεύθερη Λεωφόρος Κορωπίου-Λαυρίου). Εννοείται ότι, μέχρι να κατασκευαστεί και να δούμε αν θα 'χει τελικώς διόδια ή όχι, δεν μπορούμε να ξέρουμε με ποια από τις δύο σημασίες νοείται η Ελεύθερη Λεωφόρος Ελευσίνας-Θήβας. Τέλος σημειώνεται ότι για την απόδοση του όρου expressway χρησιμοποιείται το δίλεκτο ταχεία λεωφόρος.
 

rogne

¥
Ορντολιμπεραλισμός = ordoliberalism, η εξασφάλιση της απρόσκοπτης λειτουργίας της αγοράς με κρατική και νομοθετική παρέμβαση. Ομολογώ πως δεν ήξερα τον όρο. Τον συνάντησα εδώ, και βλέπω ουσιαστικά δύο μόνο γκουγκλίσματα ακόμη: το ένα σε κείμενο του Νίκου Σκανδάμη, καθηγητή του ΕΚΠΑ και τέως διευθυντή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, και το άλλο σε μετάφραση του Φουκώ από Έλληνα ιστολόγο, καθώς και σε αναπαραγωγές του τελευταίου κειμένου. Ο Σκανδάμης προτείνει ως παραλλαγή τον όρο ταξιφιλελευθερισμός, που είναι επιεικώς απαράδεκτος.

Μου κάνει εντύπωση που έχει χρησιμοποιηθεί τόσο λίγο ο όρος, από τη στιγμή που η σχετική συζήτηση και ο ίδιος ο όρος χρονολογείται από το 1950.

Edit: Βλέπω και την παραλλαγή ορντοφιλελευθερισμός (που μου φαίνεται λίγο μπεν μιξτ).

Ένα μικρό σχόλιο, μιας και μόλις πέτυχα κι εγώ τον όρο: νομίζω ότι πλέον όλους αυτούς τους ιστορικούς συνδυασμούς σοσιαλδημοκρατίας και (νεο)φιλελευθερισμού τούς τσουβαλιάζουμε στον "κοινωνικό φιλελευθερισμό".
 
Άκουσα από οδηγό λεωφορείου τη "χρονιαία σύμβαση", με την έννοια της "ετήσιας".
 

Zazula

Administrator
Staff member
Γιατί τα λεξικά δεν έχουν το πανδύσκολος; Τόσο δύσκολο είναι να το λημματογραφήσουν; :)
 

nickel

Administrator
Staff member
Αφού την είπατε και την ξαναείπατε κι εδώ τη λαπαλισάδα (κοινοτοπία, αυταπόδεικτη αλήθεια· αγγλικά, truism) (πρώτη αναφορά εδώ;), ας ρίξω και την εγγραφή στη γαλλική Wiki:


La lapalissade, ou truisme, également appelée vérité de La Palice, est une affirmation ridicule énonçant une évidence perceptible immédiatement.

La tautologie désigne également une proposition toujours vraie, mais sans que ce soit nécessairement perceptible immédiatement et sans la connotation péjorative attachée au terme lapalissade.

« Certains hommes sont grands, d’autres pas. »

Συνεχίζεται εδώ:
http://fr.wikipedia.org/wiki/Lapalissade


(Αντιλαμβάνομαι ότι ο όρος σάς αρέσει λόγω του... λαπά.)
 

Zazula

Administrator
Staff member
Παρακαλώ ας υποδεχθούμε τις λέξεις δίκαρτος και τρίκαρτος. :)

  • δίκαρτο (τηλέφωνο / κινητό) = dual SIM (phone / mobile, cellphone)
  • τρίκαρτο (τηλέφωνο / κινητό) = triple SIM (phone / mobile, cellphone)
ΕΤΥΜ. δι- ή τρι- (πρόθημα) + καρτ[α] (ενν. κάρτα SIM) + -ος/-η/-ο (παραγωγικό τέρμα επιθέτων), με αναβιβασμό τόνου κατά τη σύνθεση (παρβλ. δίμορφος, δίχρονος, δίκροκος, δίζυγος, τρικέφαλος κλπ.)

Επίσης, για αντιδιαστολή, σχηματίστηκε και επίθ. μονόκαρτος (το οποίο βρίσκει χρήση και εκτός τηλεφωνίας, σε εκτυπώσεις).
 

Zazula

Administrator
Staff member
Με αφορμή το νήμα μας για την προβοκάτσια ας δούμε και τους σχετικούς νεολογισμούς (αυτεπεξηγούμενους λόγω του παραγωγικού τέρματος -λογία):
  • προβοκατορολογία (το πλέον εδραιωμένο, με χιλιάδες ευρήματα)
  • προβοκατολογία (αυτό που θα έγραφα εγώ, αν και το Google αντιπροτείνει «προβοκατορολογία»)
  • προβοκατσιολογία (ελάχιστα χρησιμοποιούμενο)
 
Τον νεολογισμό ευρωζωνικός δεν θυμάμαι να τον είχα συναντήσει, τον συνάντησα σήμερα σε τίτλο άρθρου του iskra.gr (Ευρωζωνική Ελλάδα σημαίνει λιτότητα...) και προς στιγμή νόμιζα ότι λέει "Ευρυζωνική Ελλάδα" και ότι εννοεί τις εξαγγελίες για δωρεάν γουήφι. ;)

Το ίδιο παθαίνει και το γκουγκλ, άμα του δώσεις "ευρωζωνικός", σε ρωτάει αν εννοείς "ευρυζωνικός", ωστόσο ο όρος είναι αυτονόητος και χρήσιμος, θαρρώ, και βγάζει μερικές χιλιάδες γκουγκλιές, αν και κάποιες από αυτές είναι νόθες (λάθη του "ευρυζωνικ*"). Μια πρόχειρη ματιά έδειξε ότι, σε μια κάπως παλιά εμφάνιση, είχε χρησιμοποιηθεί από τον Αλογοσκούφη περί το 2007.
 

nickel

Administrator
Staff member
Το Google μπορεί να προτείνει το ευρυζωνικός όταν ζητάς ευρωζωνικός, αλλά κάποιος αυτόματος διορθωτής είναι πιθανό να κάνει το αντίθετο, να μετατρέπει το ευρυ- σε ευρω-, αλλιώς δεν δικαιολογούνται τόσα στραβογραμμένα ευρυζωνικός. Εκτός αν φταίει που για ευρώ ακούμε και ευρώ δεν βλέπουμε, οπότε οι πεινασμένοι ευρωκαρβέλια ονειρεύονται.
 

Zazula

Administrator
Staff member
πανότουρτα : κατασκευή (συνήθ. δώρου) με κύριο υλικό τις πάνες, σε σχήμα και κατά τρόπο που μοιάζει με τούρτα (τα ευρήματα περισσότερα στον πληθ. πανότουρτες, όπου και δεκάδες εικόνες για οπτικό βοήθημα εμπέδωσης της έννοιας)· αποδίδει το αγγλ. diaper cake
 

SBE

¥
Φτου! Και σκέφτηκα πανότουρτα- κατώτουρτα, ζαχαροπλαστικός όρος.
Περιμένω να δω πως θα πούνε την φανελοδέσμη.
l_baby-girl-clothes-bouquet.jpg
 

daeman

Administrator
Staff member
...
Περιμένω να δω πως θα πούνε την φανελοδέσμη.
View attachment 4210


Μπλουζκέτο < μπλούζα + μπουκέτο :p

Πάντως, η τούρτα συνηθίζεται και για το περιεχόμενο της πάνας (μετά τη χρήση, εννοείται), και όταν είδα τη λέξη πανότουρτα και πριν δω τις εικόνες νόμιζα ότι απέδιδε το poop cake.
 

nickel

Administrator
Staff member
μεταφραστήρι (το) πρόγραμμα αυτόματης μετάφρασης. Συχνά: αυτόματο μεταφραστήρι.
 

drsiebenmal

HandyMod
Staff member
παρουσιολόγιο (το): Σύστημα καταγραφής των παρουσιών των εργαζομένων στον χώρο εργασίας τους. Γκουγκλιές (πολλές)
 
Top