Μπικίνι μονοκίνητο
και διαμορφωμένο
μη στέκεσαι ακίνητο
και σαν καρφοπιασμένο
Έλα μου δω με τα εφέ
θέλω να σε φορέσω
στην πλαζ που πίνω τον καφέ
πασχίζω να χωρέσω
Μα τώρα πια είν’ εφιχτό
τη μόστρα μου να κάνω
και σα σουβλάκι τυλιχτό
θα με λατρέψεις Θάνο!
Από τον Κοντόπουλο (Λεξικόν Ελληνοαγγλικόν και Αγγλοελληνικόν, 1868)
Ελλόγιμος, ον. ad. esteemed, renowned, celebrated, eloquent, memorable, learned.
Ελλογιμότης, ητος, s. f. learning, erudition (a title of honour given to men of learning).
Δε με κόβεις μάγκα μου βρε πια με τα λιμά σου
δεν περνάει αλάνη μου πια για με η μπογιά σου
Σ' ανθίστηκα βρε μόρτη τη βιόλα που βαράς
το ξέρω βρε τσαχπίνη μου πως πάντα με γελάς
(Μ. Βαμβακάρης, "Δεν παύει πια το στόμα σου")
Θυμάμαι πρωτοετής φοιτητής είχα "τσακίσει" τους Τροπικούς και το Sexus-Nexus-Plexus;-)
"Οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες και παρορμήσεις γίνονται στο τέλος ένας κόμπος φλέμμα στο λαιμό εκείνου που επιμένει να τις καταπίνει και να μη τις αφήνει να εκφραστούν κι όταν αυτός υποχρεωθεί πια να τις φτύσει...